Καιρός του σιγάν και καιρός του λαλείν
Εκκλ. Γ,7
Του Γιάννη Αν. ΛΟΥΚΑ
« Κρείττον σιωπάν ή λαλείν μάτην»
Φιλωνίδης
Αγαπητοί φίλοι,
Σε κάθε εθνική επέτειο, μετά την κατάθεση στεφάνων ακολουθεί ΄΄ενός λεπτού σιγή΄΄ στη μνήμη των χαμένων ηρώων. Σκέφθηκα λοιπόν κι εγώ ότι, μετά την κατάθεση των απόψεών μου σε αρκετά άρθρα, είχε έρθει ο καιρός του ΄΄ενός…σιγής΄΄ στη μνήμη της χαμένης (και διασυρμένης μας) πατρίδας. Η διάρκεια της σιωπής – σιγής δεν ήταν προκαθορισμένη. Την καθορίζει ο καθένας μας : ενός λεπτού, ενός μηνός, ενός έτους, ενός αιώνα (δηλαδή ισόβια για ορισμένους υπεύθυνους υψηλά ιστάμενους, σιωπή εννοώ, εσείς τι νομίσατε; ).
Όμως σιγή – σιωπή πρέπει να υπάρξει από όλους μας. Κι αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα : τώρα που πρέπει να σιωπήσουμε και να σιγήσουμε (προσοχή όχι να αδρανήσουμε) και να επιδοθούμε στην αυτοκριτική μας, τώρα όλοι κραυγάζουμε, όλοι μιλάμε συνεχώς, όλους τους κατηγορούμε, όλα τα ξέρουμε, όλα τα σφάζουμε, όλα τα μαχαιρώνουμε.
Αντίθετα, στα κρίσιμα περασμένα χρόνια, στα οποία είχαμε πάρει τη ζωή μας λάθος, κανείς δε μιλούσε. Και ξέρετε γιατί δε μιλούσε κανείς; Γιατί τα στόματα ήταν γεμάτα και μπουκωμένα. Κι επειδή ήμασταν πια Ευρωπαίοι, ξέραμε και καλούς τρόπους και savoir vivre τα οποία λένε, ότι “δε μιλάμε, όταν έχουμε το στόμα μας γεμάτο”. Αλλά έλα που εμείς το είχαμε πάντοτε γεμάτο. Το αδειάζαμε μόνο για να πιούμε κάτι (κάνα σφηνάκι ή κάνα ουισκάκι πανάκριβο) και μετά πάλι στη μάσα. Κάποιοι βέβαια, όχι όλοι. Αλλά αυτοί οι κάποιοι είχαν τόση απληστία, που ήταν αρκετή για να ρίξει το καράβι στην ξέρα, αφού το περισκόπιο και τα ραντάρ είχαν εγκαταλειφθεί, οι καπεταναίοι, το πλήρωμα και οι επιβάτες γλεντούσαν του καλού καιρού και ο Τιτανικός έπλεε ακυβέρνητος. Τώρα αναζητάμε ναυαγοσωστικά και ρυμουλκά. Κι αυτά για να μας σώσουν, απαιτούν και το πλοίο και τη σημαία του και ίσως και τα γαλάζια νερά που αυτό ταξιδεύει με ό,τι βρίσκεται από πάνω τους (νησιά) ή από κάτω τους (κοιτάσματα).
Αυτή, αγαπητοί μου φίλοι,
είναι η μικρή ιστορία της σιωπής μου. Βέβαια όχι μόνο αυτή. Και η καθημερινότητα συμβάλλει : ο χρόνος μερικές φορές δε φτάνει για τίποτα, η έμπνευση στερεύει, όπως οι μικρές πηγούλες με την ανομβρία, οι αμφιβολίες για την αξία και το αποτέλεσμα όλων των γραφομένων δημιουργεί λογισμούς. Αλλά και οι επιλογές των σχολιαστών σε κάνουν να διερωτάσαι μήπως είσαι ΄΄εκτός τόπου και χρόνου΄΄ ή μήπως κινδυνεύεις να γίνεις και γραφικός. Μερικές φορές στα Διοικητικά εφαρμόζουμε το εξής : αν έχουμε αμφιβολία για τη χρησιμότητα και τη λειτουργικότητα μιας διαδικασίας (π.χ. ενός meeting ,ενός report –να ρίξουμε και καμιά αγγλικούρα-), ένας τρόπος για να το διαπιστώσουμε (υπάρχουν και πολλοί άλλοι) είναι, σιωπηρά, να την καταργήσουμε. Αν κανείς δε διαμαρτυρηθεί ή κανείς δεν το καταλάβει, τότε σημαίνει ότι κακώς υπάρχει και προχωράμε στην επίσημη κατάργησή της και την αντικατάστασή της από κάποιαν άλλη (αν απαιτείται).
Κάπως έτσι είχα αρχίσει να νιώθω κι εγώ. Ώσπου το τιμητικό σχόλιο του αγαπητού και άγνωστου φίλου ΤΣΟΠΑΝΟΥ ΤΗΣ ΑΡΑΧΩΒΑΣ, (το οποίο σημειωτέον πριν το διαβάσω μου το είχε μεταφέρει προφορικά μια καλή μας φίλη, που συνεχώς με παρακινεί να γράφω), άλλαξε την κατάσταση και τον ψυχισμό μου.
Άλλωστε μην ξεχνάμε, μέρες που είναι, ότι μετά την ΄΄ενός λεπτού σιγή ΄΄ ακολουθεί ο Εθνικός Ύμνος. Μετά τη σιγή ο Ύμνος. Και μακάρι να αρχίσουμε όλοι να τον ψάλλουμε δυνατά και να τον νοιώθουμε (κι όχι να μασάμε τσίχλα ή να κόβουμε κίνηση φορώντας και τα μοδάτα γυαλιά ηλίου). Τότε ίσως κάτι να αρχίσει ν’ αλλάζει μέσα μας και γύρω μας.
Στις προεκλογικές συγκεντρώσεις φωνάζουμε, στα γήπεδα ωρυόμαστε, στις συναυλίες τραγουδάμε, αλλά στον Εθνικό Ύμνο, ΄΄μούγκα η στρούγκα΄΄.
Ευτυχώς που τουλάχιστον τον Εθνικό Ύμνο, προς το παρόν, τον ξέρουμε (έστω κι αν δεν τον αισθανόμαστε).
Εγώ, για τις μέρες που είναι και για τους αγαπητούς φίλους που με σκέφθηκαν και μ’ αναζήτησαν θα αφιερώσω μερικούς στίχους από το Πνευματικό Εμβατήριο του πατριώτη και συμ-πατριώτη ποιητή μας Άγγελου Σικελιανού, που πρωτοδημοσιεύθηκε στο 3ο τεύχος του περιοδικού «Ελεύθερα Γράμματα» το 1945, σε συνέχεια συνέντευξής του στο πρώτο τεύχος με θέμα την «πνευματική Ελλάδα εμπρός στο δράμα της Κατοχής».
Είχα την τύχη να ακούσω το έργο μελοποιημένο από το Μίκη Θεοδωράκη, πριν από πολλά χρόνια στο Αρχαίο Στάδιο Δελφών με τη Μαρία Φαραντούρη και αφηγητή τον Κώστα Καζάκο :
«Ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα,
ομπρός βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από τον κόσμο !
Τι ιδέτε, εκόλλησεν η ρόδα του βαθιά στη λάσπη,
κι ά, ιδέτε, χώθηκε τ’ αξόνι του βαθιά μες στο αίμα !
Ομπρός παιδιά, και δε βολεί μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος,
σπρώχτε με γόνα και με στήθος, να τον βγάλουμε απ’ τη λάσπη,
σπρώχτε με στήθος και με γόνα, να τον βγάλουμε απ’ το γαίμα.
Δέστε, ακουμπάμε απάνω του ομοαίματοι αδερφοί του !
Ομπρός, αδέρφια, και μας έζωσε με τη φωτιά του
ομπρός, ομπρός κ’ η φλόγα του μας τύλιξε, αδερφοί μου !»
Με περίσκεψη αλλά και χαρά για την επικοινωνία μας
ΙΑΛ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια σε greekglish δεν θα δημοσιεύονται