Ο
Βίος του Οσίου Λουκά, ο όποιος «φέρει την σφραγίδα της Ιστορίας» κατά
τον ιστορικό Γ. Κρέμο, που τον δημοσίευσε για πρώτη φορά στα «Φωκικά» το
1874, έχει γραφεί με κάθε λεπτομέρεια, μετά το θάνατο του Οσίου, από
ανώνυμο μοναχό. Ο συγγραφέας της βιογραφίας ήταν βαθύς γνώστης της
κατάστασης και των γεγονότων της εποχής, ικανότατος θεολόγος και άριστος
λόγιος. Δίνει αναμφισβήτητες πληροφορίες για το ναό και το μοναστήρι
και παρέχει ιστορικές μαρτυρίες για τις μεγάλες επιδρομές των Σλάβων,
των Αράβων, των Σαρακηνών, των Βουλγάρων κ.α.
Σύμφωνα λοιπόν με το βιογράφο, πατρίδα του Οσίου ήταν το Καστρί της Φωκίδας, οι σημερινοί Δελφοί. Οι προγονοί του ήταν Αιγινήτες. Για να αποφύγουν όμως τις ληστρικές επιδρομές των Αγαρηνών (Τούρκων), αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το νησί και να εγκατασταθούν στο Ιωαννίτζη, τοποθεσία της Δεσφίνας. που βρίσκεται ανάμεσα στην αρχαία Κίρρα και την Αντικυρά. Αργότερα αποτραβήχτηκαν στο λιμανάκι Βαθύ, όπου γεννήθηκε ο πατέρας του Λουκά Στέφανος και τέλος ανέβηκαν ψηλότερα και εγκαταστάθηκαν στους Δελφούς.
Ο πατέρας του παντρεύτηκε μία Αιγινήτισσα, την Ευφροσύνη, με την οποία απέκτησε επτά παιδιά. Ο Λουκάς, ο τρίτος στη σειρά, γεννήθηκε στις 29 Ιουλίου του 896. Η παιδική του ηλικία ήταν γεμάτη στερήσεις, σκληρή εργασία, άλλα και πίστη στο Θεό. Ύστερα από το θάνατο του πατέρα του απορροφήθηκε στη μελέτη της Άγιας Γραφής και την προσευχή. Σε ηλικία 14 ετών ακολούθησε κρυφά από τη μητέρα του δύο μοναχούς από τη Ρώμη ως την Αθήνα και με σύσταση τους κατέφυγε πιθανότατα στη Μονή της Παντάνασσας (Μοναστηράκι). Επέστρεψε όμως στην οικογένειά του και μετά από μικρό χρονικό διάστημα και με την συγκατάθεση της μητέρας του αποσύρθηκε για να μονάσει στο Ιωαννίτζη. Εκεί παρέμεινε από το 910 ως το 917. Κατά το έτος 917, λόγω της επιδρομής των Βουλγάρων στη Βοιωτία και τη Φωκίδα, πέρασε στην απέναντι του Κορινθιακού κόλπου ακτή, όπου παρέμεινε 10 χρόνια, από το 917-927, κοντά στο στυλίτη του Ζεμένου. Το 927 κατέφυγε και πάλι στο Ιωαννίτζη, όπου παρέμεινε επί 12 χρόνια, δηλ. από το 927-939. Το 939 εγκατέλειψε το Ιωαννίτζη και ήρθε στον Κάλαμο, περιοχή κοντά στην αρχαία Βούλιδα. Εκεί έμεινε τρία χρόνια. Στη συνέχεια έφυγε μαζί με άλλους για να σωθεί από επιδρομή των Τούρκων και πέρασε στο μικρό νησί Άμπελο απέναντι από την Αντίκυρα. Το 945 εγκατέλειψε την Άμπελο για να εγκατασταθεί οριστικά πλέον στη σημερινή θέση του μοναστηριού, όπου και απεβίωσε στις 7 Φεβρουαρίου του 953.
Στο Στείρι τον επισκέπτονταν χιλιάδες πιστοί που ζητούσαν συμπαράσταση στις δυσκολίες τους και θεία φώτιση στη ζωή τους. Ανάμεσά τους και ο στρατηγός του Θέματος της Ελλάδος Κρηνίτης Αροτράς, όπως ήδη αναφέρθηκε.
Στο ταπεινό κελί του, δίπλα στο μισοτελειωμένο εκκλησάκι της Άγιας Βαρβάρας, επτά χρόνια μετά την αρχική του εγκατάσταση στο Στείρι, σε ηλικία 56 ετών, ο Όσιος έκλεισε για πάντα τα μάτια του.
Δύο χρόνια μετά το θάνατό του μερικοί από τους μαθητές του ολοκλήρωσαν το ναό της Αγίας Βαρβάρας και μετέτρεψαν το κελλί του, όπου ήταν και ο τάφος του, σε «ιερόν ευκτήριον» και έτσι ιδρύθηκε η πρώτη μοναστική κοινότητα στα 955. Ο σεπτός του τάφος ήταν η σωτήρια ελπίδα, η οποία «ανέβλυζε αενάους ιάσεις», καθώς ο άγιος θεράπευε και έσωζε ανθρώπινες ζωές.
Ο Όσιος διακρίθηκε για την εργατικότητα, τη φιλοκαλία, την εγκράτεια, την ευσπλαχνία, τη φιλοξενία, τη φιλανθρωπία. Είχε προικισθεί επίσης με προφητική ικανότητα, η οποία αποδείχτηκε αλάνθαστη τόσο στον εθνικό όσο και στον ιδιωτικό βίο.
Η παράδοση του μοναστηριού βεβαίωνε ότι τα ιερά λείψανα του Οσίου είχαν αρπαγεί κατά τον 13ο αι. από τους Σταυροφόρους και είχαν μεταφερθεί στο Βατικανό. Η είδηση της ανεύρεσης τους ήρθε από τη Βενετία, στην οποία κατέληξαν ως έξης: όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν τη Βοιωτία στα 1460 μια ομάδα μοναχών διέφυγε με το σκήνωμα του Οσίου στη Λευκάδα. Μετά την κατάκτηση και της Λευκάδας τα λείψανα του Οσίου μεταφέρθηκαν στη Βοσνία. Τον Ιούλιο του 1463 η Βοσνία κατακτήθηκε και αυτή από τους Τούρκους και οι Φραγκισκανοί μοναχοί έφεραν τα ιερά λείψανα στη Βενετία.
Ήδη όμως είχε δημιουργηθεί σύγχυση και θεωρήθηκε ότι τα λείψανα του Οσίου Λουκά ανήκουν στον Ευαγγελιστή Λουκά, που είχε ενταφιαστεί και αυτός στην πόλη των Θηβών. Επακολούθησαν συζητήσεις και Σύνοδος Καρδιναλίων στις 16 Δεκεμβρίου του 1464, όπου αποδείχθηκε ότι τα λείψανα που είχαν μεταφερθεί στην Ιταλία ανήκανε σε μοναχό της Ανατολικής Εκκλησίας, τον Λουκά, τον επονομαζόμενο «Στειριώτη».
Στις 11 Οκτωβρίου του 1986, ύστερα από ενέργειες της Ιεράς Μητροπόλεως Θηβών και Λεβαδείας και όλων των τοπικών αρχόντων της Βοιωτίας, δηλ. μετά από 526 ολόκληρα χρόνια, αντιπροσωπεία αποτελούμενη από τον γράφοντα, τον πρώην Βοιωτίας μακαριστό Νικόδημο, τον τότε ηγούμενο της Μονής μακαριστό Νικόδημο και τον αρχιμανδρίτη και νυν Μητροπολίτη Θηβών και Λεβαδείας κ. Γεώργιο, παρέλαβαν τα Ιερά λείψανα και τα επανατοποθέτησαν στις 13 Δεκεμβρίου του 1986 στη λειψανοθήκη του Καθολικού.
Σύμφωνα λοιπόν με το βιογράφο, πατρίδα του Οσίου ήταν το Καστρί της Φωκίδας, οι σημερινοί Δελφοί. Οι προγονοί του ήταν Αιγινήτες. Για να αποφύγουν όμως τις ληστρικές επιδρομές των Αγαρηνών (Τούρκων), αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το νησί και να εγκατασταθούν στο Ιωαννίτζη, τοποθεσία της Δεσφίνας. που βρίσκεται ανάμεσα στην αρχαία Κίρρα και την Αντικυρά. Αργότερα αποτραβήχτηκαν στο λιμανάκι Βαθύ, όπου γεννήθηκε ο πατέρας του Λουκά Στέφανος και τέλος ανέβηκαν ψηλότερα και εγκαταστάθηκαν στους Δελφούς.
Ο πατέρας του παντρεύτηκε μία Αιγινήτισσα, την Ευφροσύνη, με την οποία απέκτησε επτά παιδιά. Ο Λουκάς, ο τρίτος στη σειρά, γεννήθηκε στις 29 Ιουλίου του 896. Η παιδική του ηλικία ήταν γεμάτη στερήσεις, σκληρή εργασία, άλλα και πίστη στο Θεό. Ύστερα από το θάνατο του πατέρα του απορροφήθηκε στη μελέτη της Άγιας Γραφής και την προσευχή. Σε ηλικία 14 ετών ακολούθησε κρυφά από τη μητέρα του δύο μοναχούς από τη Ρώμη ως την Αθήνα και με σύσταση τους κατέφυγε πιθανότατα στη Μονή της Παντάνασσας (Μοναστηράκι). Επέστρεψε όμως στην οικογένειά του και μετά από μικρό χρονικό διάστημα και με την συγκατάθεση της μητέρας του αποσύρθηκε για να μονάσει στο Ιωαννίτζη. Εκεί παρέμεινε από το 910 ως το 917. Κατά το έτος 917, λόγω της επιδρομής των Βουλγάρων στη Βοιωτία και τη Φωκίδα, πέρασε στην απέναντι του Κορινθιακού κόλπου ακτή, όπου παρέμεινε 10 χρόνια, από το 917-927, κοντά στο στυλίτη του Ζεμένου. Το 927 κατέφυγε και πάλι στο Ιωαννίτζη, όπου παρέμεινε επί 12 χρόνια, δηλ. από το 927-939. Το 939 εγκατέλειψε το Ιωαννίτζη και ήρθε στον Κάλαμο, περιοχή κοντά στην αρχαία Βούλιδα. Εκεί έμεινε τρία χρόνια. Στη συνέχεια έφυγε μαζί με άλλους για να σωθεί από επιδρομή των Τούρκων και πέρασε στο μικρό νησί Άμπελο απέναντι από την Αντίκυρα. Το 945 εγκατέλειψε την Άμπελο για να εγκατασταθεί οριστικά πλέον στη σημερινή θέση του μοναστηριού, όπου και απεβίωσε στις 7 Φεβρουαρίου του 953.
Στο Στείρι τον επισκέπτονταν χιλιάδες πιστοί που ζητούσαν συμπαράσταση στις δυσκολίες τους και θεία φώτιση στη ζωή τους. Ανάμεσά τους και ο στρατηγός του Θέματος της Ελλάδος Κρηνίτης Αροτράς, όπως ήδη αναφέρθηκε.
Στο ταπεινό κελί του, δίπλα στο μισοτελειωμένο εκκλησάκι της Άγιας Βαρβάρας, επτά χρόνια μετά την αρχική του εγκατάσταση στο Στείρι, σε ηλικία 56 ετών, ο Όσιος έκλεισε για πάντα τα μάτια του.
Δύο χρόνια μετά το θάνατό του μερικοί από τους μαθητές του ολοκλήρωσαν το ναό της Αγίας Βαρβάρας και μετέτρεψαν το κελλί του, όπου ήταν και ο τάφος του, σε «ιερόν ευκτήριον» και έτσι ιδρύθηκε η πρώτη μοναστική κοινότητα στα 955. Ο σεπτός του τάφος ήταν η σωτήρια ελπίδα, η οποία «ανέβλυζε αενάους ιάσεις», καθώς ο άγιος θεράπευε και έσωζε ανθρώπινες ζωές.
Ο Όσιος διακρίθηκε για την εργατικότητα, τη φιλοκαλία, την εγκράτεια, την ευσπλαχνία, τη φιλοξενία, τη φιλανθρωπία. Είχε προικισθεί επίσης με προφητική ικανότητα, η οποία αποδείχτηκε αλάνθαστη τόσο στον εθνικό όσο και στον ιδιωτικό βίο.
Η παράδοση του μοναστηριού βεβαίωνε ότι τα ιερά λείψανα του Οσίου είχαν αρπαγεί κατά τον 13ο αι. από τους Σταυροφόρους και είχαν μεταφερθεί στο Βατικανό. Η είδηση της ανεύρεσης τους ήρθε από τη Βενετία, στην οποία κατέληξαν ως έξης: όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν τη Βοιωτία στα 1460 μια ομάδα μοναχών διέφυγε με το σκήνωμα του Οσίου στη Λευκάδα. Μετά την κατάκτηση και της Λευκάδας τα λείψανα του Οσίου μεταφέρθηκαν στη Βοσνία. Τον Ιούλιο του 1463 η Βοσνία κατακτήθηκε και αυτή από τους Τούρκους και οι Φραγκισκανοί μοναχοί έφεραν τα ιερά λείψανα στη Βενετία.
Ήδη όμως είχε δημιουργηθεί σύγχυση και θεωρήθηκε ότι τα λείψανα του Οσίου Λουκά ανήκουν στον Ευαγγελιστή Λουκά, που είχε ενταφιαστεί και αυτός στην πόλη των Θηβών. Επακολούθησαν συζητήσεις και Σύνοδος Καρδιναλίων στις 16 Δεκεμβρίου του 1464, όπου αποδείχθηκε ότι τα λείψανα που είχαν μεταφερθεί στην Ιταλία ανήκανε σε μοναχό της Ανατολικής Εκκλησίας, τον Λουκά, τον επονομαζόμενο «Στειριώτη».
Στις 11 Οκτωβρίου του 1986, ύστερα από ενέργειες της Ιεράς Μητροπόλεως Θηβών και Λεβαδείας και όλων των τοπικών αρχόντων της Βοιωτίας, δηλ. μετά από 526 ολόκληρα χρόνια, αντιπροσωπεία αποτελούμενη από τον γράφοντα, τον πρώην Βοιωτίας μακαριστό Νικόδημο, τον τότε ηγούμενο της Μονής μακαριστό Νικόδημο και τον αρχιμανδρίτη και νυν Μητροπολίτη Θηβών και Λεβαδείας κ. Γεώργιο, παρέλαβαν τα Ιερά λείψανα και τα επανατοποθέτησαν στις 13 Δεκεμβρίου του 1986 στη λειψανοθήκη του Καθολικού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια σε greekglish δεν θα δημοσιεύονται