«ΤΟ ΚΛΗΜΑ
ΚΑΙ ΤΟ ΚΛΙΜΑ»
Ένα Πασχαλινό διήγημα
του Γιάννη Αν. ΛΟΥΚΑ
Μια φορά κι έναν καιρό, στα παλιά
χρόνια, παραμονή του Αγιωργιού κι ανήμερα της Περιφοράς της Εικόνας του Αφέντη,
αντάμωσαν στο προαύλιο της εκκλησιάς και τα είπαν, μεταξύ του χορού των
Γερόντων και του Εσπερινού, δυο ξαδέρφια : το κλήμα και το κλίμα. Τα δυο
ξαδέρφια, γέροντες πια κι αυτοί, ήταν πολύ αγαπημένα από μικρά παιδιά, αλλά η
ζωή τό’φερε έτσι και οι ασχολίες τους ήταν τόσο διαφορετικές, που σπάνια
βλεπόντουσαν.
Ο ένας ξάδερφος, το κλίμα, έφυγε
νωρίς απ’ το χωριό. Η οικογένειά του ήταν από ονομαστό σόι κι ο ίδιος τα
έπαιρνε και τα αγαπούσε πολύ τα γράμματα. Τέλειωσε εδώ το Δημοτικό Σχολείο κι
οι δάσκαλοι και οι δασκάλες του είχαν να το λένε : « Τέτοιος μαθητής δεν έχει
ματα-περάσει απ’ το χωριό.» Σ’όλα ήταν καλός, μα εκεί που διέπρεπε ήταν η Φυσική
και η Γεωγραφία, σαν ένα προμήνυμα για το τι θα γινόταν. Ό,τι βιβλίο υπήρχε στο χωριό το είχε δανειστεί και
το είχε διαβάσει. Και σα να μην έφτανε η “θύραθεν” παιδεία του, είχε αποχτήσει
πρόσβαση και στη βιβλιοθήκη του Αγιώργη. Σαν Αγιωργίτης που ήτανε και σαν
παπαδάκι που ντυνότανε, είχε πάρει το ελεύθερο από τον παπά και τους ψάλτες του
Αγιώργη να παίρνει όποιο βιβλίο ήθελε στο σπίτι του, να το μελετάει και να το
επιστρέφει. Τα παιχνίδια του, βέβαια, ήτανε λιγοστά, αφού μόνο το διάβασμα τον
ευχαριστούσε πραγματικά.
Πέρασαν, όμως, τα χρόνια, τέλειωσε
το Δημοτικό με “δέκα και τόνο”, αλλά, δυστυχώς, άλλο σχολείο δεν υπήρχε τότε
στο χωριό. Η οικογένεια, λοιπόν, αποφάσισε να μετακομίσει στην πρωτεύουσα. Κι
ένας από τους λόγους ήτανε, για να συνεχίσει ο μικρός μαθητής τις σπουδές του
και για να μη γίνει η ζωή στο χωριό εμπόδιο στη μόρφωση και την πρόοδο του
παιδιού. Μάλιστα, ο πατέρας του ήταν τέτοιος λεβεντάνθρωπος, που, φεύγοντας απ’
το χωριό, έγραψε και το σπίτι και τις ελιές και κάτι χωραφάκια στο Λιβάδι στις
δυο αδερφές του, για να έχουνε προίκα και να καλοπαντρευτούνε, όπως κι έγινε.
Για λόγους που ποτέ δεν ανέφερε σε κανέναν, κράτησε μόνο δυο αμπελάκια : ένα
στα ψηλώματα στο “Λιτζιρίσου”, εκεί όπου βρίσκονται σήμερα πολυτελή
συγκροτήματα, κι ένα στα χαμ’λώματα, στον “Καλέρ’”, που καραουλίζει ήρεμα το
χωριό από απέναντι. Ανέθεσε, όμως, τη φροντίδα και την καλλιέργεια στον αδερφό του,
κι έτσι με τα χρόνια αυτές πέρασαν στον αγαπημένο του ξάδερφο.
Εν τω μεταξύ, η πορεία του μικρού
μαθητή εξελίχθηκε λαμπρά: Γυμνάσιο, Σχολαρχείο, ξένες γλώσσες, Πανεπιστήμιο,
μεταπτυχιακό, διδακτορικό, υφηγεσία, κι όλα με “άριστα” και με διακρίσεις. Μετά
ήρθε και η ακαδημαϊκή καριέρα. Από το χωριό, όμως, ξέκοψε. Ήτανε, βλέπετε,
δύσκολη και η συγκοινωνία. Μόνο δυο τρόποι υπήρχαν : με καράβι από την Ιτέα και
με τραίνο από τη Δαύλεια. Ήρθε και ο γάμος με μια μεγαλοαστή κόρη, αληθινή
αρχόντισσα, μετά η οικογένεια, τα παιδιά, οι υποχρεώσεις, τα ταξίδια, τα
συνέδρια, οι υπεύθυνες θέσεις… Πού να μείνει χρόνος για το χωριό! Ποτέ, όμως, δεν
το είδε “αφ’υψηλού”. Μάθαινε κάποια νέα για
τους συγγενείς, κάποιους φίλους, αλλά σιγά-σιγά όλο και πιο σπάνια. Και
περνούσαν έτσι τα χρόνια κι οι δεκαετίες…
Σ’όλες αυτές τις δεκαετίες, όμως, ένα πράγμα ήταν
σταθερό κι αμετάβλητο : το κρασάκι, που έφτανε κάθε χρόνο απ’ το χωριό, και
μάλιστα δυο λογιώ : μπρούσκο αραχωβίτικο απ’ τον “Καλέρ’”, ένα ευχάριστο ροζέ απ’
το “Λιτζιρίσου”. Φρόντιζε γι’ αυτό ο αγαπητός ξάδερφος, το κλήμα. Έτσι, το
ονομαστό αθηναϊκό κλίμα έπινε στην υγειά του φημισμένου αραχωβίτικου κλήματος!
Αλήθεια, ποια ήταν η ιστορία και η
πορεία του ξαδέρφου, του κλήματος ; Μα… λιτή, γεμάτη μόχθο, εργασία και
τιμιότητα. Από μικρός στα κτήματα, στη γη. Όλο το χρόνο η δουλειά δεν απολείπει
: φύτεμα, κλάδεμα, σκάλισμα, θειάφισμα, βλαστολόγημα, τρύγος, πάτημα, κρασί,
τσίπουρο. Και χώρια οι άλλες δουλειές! Και πώς να μετρήσεις την αγωνία και τον
αγώνα για την παραγωγή, για τον καιρό, για τη σοδειά, για το πούλημα, για την
τιμή! Δόξα τω Θεώ, όμως! Όλα καλά! Πάντα κάνει το Σταυρό του και στον Άγιο Αφέντη, αλλά και στην Παναγία, την
ενορία του, αφού είναι Παναγίτης. Δεν ξεχνάει, όμως, και τον “Αη- Τρύφανο”, που
είναι προστάτης των αμπελουργών και ποτέ
δεν ξεχνάει πρωτο-Φλέβαρα να πάει στο εκκλησάκι του πιο πέρα απ’ τον “Αη- Στάθ’”
και δίπλα απ’ τον μικροσκοπικό “Αη- Βασίλ’”, να χαρεί και το άφθονο
κρουσταλλένιο νερό. Γέννημα- θρέμμα του χωριού, λοιπόν, το κλήμα. Ποτέ δεν
ταξίδεψε, ποτέ δεν αντίκρυσε την
πρωτεύουσα. Η μόνη του έγνοια κάθε χρόνο να στείλει με ασφάλεια το κρασάκι στον
ξάδερφο, τον επιστήμονα, που πολύ τον καμάρωνε. Καμιά άλλη σχέση με το Άστυ το
Κλεινόν…
Και περνούσαν έτσι τα χρόνια κι οι
δεκαετίες…
Ώσπου μια χρονιά ήρθε το μεγάλο νέο : ο
ξάδερφος, ο διαπρεπής επιστήμονας, το κλίμα, ο σημερινός, θα λέγαμε,
κλιματολόγος, μετεωρολόγος, φυσικός της ατμόσφαιρας, αποφάσισε να έρθει στο
Πανηγυράκι! Έναν καημό είχε όλα αυτά τα χρόνια, ένα τάμα: συνταξιούχος πια και
με εκπληρωμένα όλα τα όνειρα και τις φιλοδοξίες του, έμενε μόνο ένα ταξίδι
επιστροφής στις ρίζες. Μήνυσε στον αγαπητό του ξάδερφο κι ανυπομονούσε να
βρεθεί στον Αγιώργη των παιδικών του χρόνων. Λάγκαζε η καρδούλα του ν’ανηφορίσει στο Μουστάμπεη, ν’ακολουθήσει σαν απλός πιστός την Περιφορά, να μυρίσει το
λιβάνι απ’ το “τσαραμίδ’”, να θαυμάσει τα καρπίτια, ν’αφουγκραστεί το κελάρισμα
του νερού, καθώς κατηφορίζει απ’τον Αγιώργη στα Πλατάνια, ακούσει τα
κανόνια να συνταράζουν το χωριό. Να ματα-ειδεί τ’αγωνίσματα του κλέφτικου εθίμου, το σήκωμα της πέτρας. Να
βρεθεί και στο Χάλασμα, να κυκλώσει την εκκλησιά τρεις φορές, να κατέβει και
τον κοκκινομαρμαρένιο Αγκάρσιο. Τι θα
είχε μείνει ίδιο, τι θα είχε αλλάξει, άραγε ; Και πόσα δεν είχε να πει με τον
αγαπημένο του ξάδερφο, που ποτέ δεν τον είχε ξεχάσει και ποτέ δεν του είχε
ζητήσει τίποτα ;
Κι όταν έφτασε η μεγάλη μέρα κι
όταν σίμωσε η μεγάλη ώρα, και οι σκέψεις και τα προγράμματα και οι κουβέντες
χάθηκαν. Χώθηκαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, η φουστανέλλα έγινε ένα με την καμζόλα και τα δάκρυα συναγωνίζονταν τους τρεις
κρουνούς της βρύσης του Αγιώργη. Τα ροζασμένα χέρια έδειχναν πιο μαλακά απ’ τα λεπτεπίλεπτα,
η κουρασμένη και τραχιά όψη πανομοιότυπη
με την ευγενή κι αριστοκρατική μορφή.
‘Όταν μετά από ώρα κατόρθωσαν
ν’αρθρώσουν μερικές κουβέντες, ο ρήτορας της έδρας και του πανεπιστημίου και
του αμφιθεάτρου σιώπησε. Ήθελε μόνο ν’ακούει. Να ρουφάει τις απλές και αγνές
κουβέντες του χωριού χωρίς φτιασίδια, δίχως ρητορικά σχήματα. Τα είχε
μπουχτίσει αυτά πια! Ήθελε ν’απολαύσει και την τραχιά ρουμελιώτικη ορεινή προφορά,
που τόσο του είχε λείψει. Ο μεγάλος ακαδημαϊκός δάσκαλος θέλησε να γίνει
μαθητής του σχεδόν αναλφάβητου!
-«Εγώ, ξάδερφε», είπε το κλήμα, «πασχίζω
μόνο για τον άνθρωπο και τον Θεό».
«Προσφέρω», συνέχισε, « το
κρασάκι και το τσίπουρο και τα σταφύλια και τη σταφίδα, όχι μόνο για να τα
απολαμβάνουν οι καλλιεργητές μου, αλλά και να τα ανταλλάσσουν με όσα είδη έχουν
έλλειψη, όπως το σιτάρι, τα φρούτα, τα κηπευτικά. Όταν κάθε χρονιά το πετύχω,
εγώ… ησυχάζω. Έχω κάνει το χρέος μου για τον άνθρωπο. Το μεγαλύτερο χρέος,
όμως, που έχω είναι να φτιάξω το κρασί για τη Θεία Κοινωνία. Καταλαβαίνεις τι
τιμή, αλλά και τι ευθύνη είναι αυτό! Το κρασάκι που φτιάχνω γίνεται Αίμα
Χριστού! Τρέμω και που το λέω!»
Και το κλήμα συνέχισε : «Και ξέρεις ποια είναι η ανταπόδοση κι η χαρά
μου ; Να πάω τη Μεγάλη Τετάρτη στην ενορία μου, στην Παναγία, και ν’ακούσω τον ψάλτη να ψάλλει : Μείνατε εν εμοί ίνα βότρυν
φέρητε. Εγώ γαρ ειμί της ζωής η άμπελος.
Δε χορταίνω ν’ακούω αυτό το
τροπάριο! Και τη Μεγάλη Πέμπτη ν’ακούω στο πρώτο από τα δώδεκα Ευαγγέλια τον Χριστό
να λέει :
Εγώ ειμί η άμπελος, υμείς
τα κλήματα και παν κλήμα εν εμοί μη φέρον καρπόν, αίρει αυτό, και παν το καρπόν
φέρον καθαίρει αυτό, ίνα πλείονα καρπόν φέρη.
Μεγάλα λόγια, που τα καταλαβαίνω όχι με το μυαλό, αλλά που μιλάνε στην
ψυχή μου! Απ’αυτά παίρνω δύναμη, για να
συνεχίσω μέχρι τη Μεγάλη Εβδομάδα “τ’χρόν’”.
Αλλά, ούτε Πάσχα, ούτε Αγιωργιού μπορεί να γίνει δίχως εμένα», είπε,
χαμογελώντας το κλήμα. «Χωρίς κλήματα πώς
θ’ανάψουν οι λάκκοι; Γι’αυτό είμαι πολύ κουρασμένος, μα και πολύ
ευτυχισμένος, ή μάλλον γαληνεμένος. Όμως, αγαπητέ μου ξάδερφε, τώρα που σε
βρήκα, θέλω να μου λύσεις και μια απορία. Εγώ γραμματιζούμενος δεν είμαι, ξέρω,
όμως, ότι το σόι μας γράφεται με –ήτα. Κι έτσι γραφόσουνα κι εσύ, μέχρι που
έφυγες για την Αθήνα. Στο γράμμα, όμως, που μου’στειλες, είδα το όνομά σου με
–γιώτα. Αλλάξανε πάλι οι γραμματικές;»
Το κλίμα σφίχτηκε. Ένας κόμπος
ανέβηκε. Πώς να εξηγήσει στον ξάδερφο ότι αυτό το –ήτα τού φάνηκε κάποτε πολύ
χωριάτικο και αποφάσισε να το αλλάξει! Εξάλλου, με το –γιώτα δε θα υπήρχε και
πρόβλημα στην αγγλική γραφή του ονόματος : το –γιώτα γίνεται εύκολα i. Ενώ το –ήτα τι θα γινόταν…
ένα h! Μετάνιωσε, όμως,
γι’αυτήν την αλλαγή. Ήταν σα να πρόδωσε
τις ρίζες του, την καταγωγή του, το όνομά του. Τι κι αν διηύθυνε τους ανέμους,
τι κι αν προκαλούσε τη βροχή, το χιόνι, το χαλάζι, την πάχνη; Τι κι αν έκανε τα
πάντα αόρατα με την πυκνή ομίχλη; Τι κι αν κανόνιζε την παραγωγή, τη βλάστηση,
την ανθοφορία; Τι κι αν κουμαντάριζε την εναλλαγή των εποχών; Τι κι αν
προκαλούσε τη διαδοχή των καιρικών φαινομένων; Τι κι αν οι συνήθειες, τα έθιμα,
η διάθεση και η ψυχολογία των ανθρώπων, αλλά κι αυτός ο ίδιος ο πολιτισμός τους
εξαρτιόταν από τις αποφάσεις που θα έπαιρνε ο ίδιος… με δυο λόγια, αυτό που
λέμε “το κλίμα ενός τόπου”; Τίποτα δε μπορούσε να εξαλείψει από μέσα του αυτή
την αποκοπή που ένιωθε από τις ρίζες του : ένα κλήμα χωρίς ρίζες μπορεί
ν’αντέξει; Έστω κι αν βρίσκεται στο ιδανικότερο
κλίμα. Κι όλα αυτά από ένα –ήτα που έγινε –γιώτα!
Δε χρειάστηκε, ωστόσο, να τα
εξηγήσει. Ο ολιγογράμματος ξάδερφος τα είχε ήδη καταλάβει.
-«Μη
στενοχωριέσαι», του είπε. «Με τη
δύναμη που διαθέτεις μπορείς να
εξιλεωθείς και να προσφέρεις στο Πανηγυράκι και στον Αφέντη τον Αγιώργη. Φρόντισε
από δω και πέρα να κανονίζεις έτσι τον
καιρό, ώστε στην Περιφορά να μη βρέχει
ΠΟΤΕ!»
Στη συνάντηση αυτή που είχε σε κάποιο
μακρινό Πανηγυράκι το κλήμα με το κλίμα
ανάγεται η ακλόνητη πίστη των Αραχωβιτών ότι στην Περιφορά της Εικόνας του
Αγιώργη δε βρέχει ΠΟΤΕ!
Με σεβασμό στο κλίμα
Με ευγνωμοσύνη στο κλήμα
ΙΑΛ
Αγαπητέ Γιάννη, σ' ευχαριστούμε για το καλλιτέχνημά σου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΦίλε ΙΑΛ! Σε ευχαριστούμε για τις όμορφες εικόνες, τις εναλλαγές των τοπίων, την εξαιρετική παρουσίαση της ιστορίας και των εθίμων της Αράχωβας, με τόσο λυρισμό που μόνο ένας καταξιωμένος λόγιος που αγαπάει την πατρίδα του θα απέδιδε.!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑκολουθείς πιστά τα χνάρια των τόσο μεγάλων Αραχωβιτών, που πέρασαν, κατέγραψαν, μας κράτησαν συντροφιά, μας δίδαξαν..
Ευχαριστώ πολύ, τόσο τους σχολιαστές, όσο και τους φίλους που, είτε προφορικά είτε τηλεφωνικά, είχαν κάποιον καλό λόγο να πουν, διασφαλίζοντας το ελάχιστο δυνατό, ότι δηλαδή το κείμενο αυτό κάτι είπε σε κάποιους και ότι δεν πέρασε τελείως απαρατήρητο, πράγμα που αποτελεί τη χειρότερη τιμωρία για ένα γραπτό.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕπειδή πάντως φαίνεται ότι μας διαβάζουν και φίλοι, που όμως δεν είναι Αραχωβίτες (όχι ακόμα τουλάχιστον), μάλλον σε τέτοιου είδους ιστορίες πρέπει να υπάρχει και ένα γλωσσάρι, που να επεξηγεί τους ιδιωματισμούς της πολύτιμης ντοπιολαλιάς μας (π.χ. τσαραμίδ = το κεραμίδι που χρησιμοποιούν οι γιαγιάδες σε εξωτερικούς χώρους για να βάλουν το λιβάνι για την Εικόνα).
Για τα τοπωνύμια όμως μη ζητάτε γλωσσάρι. Σας προσκαλώ να έρθετε να τα δείτε από κοντά και να τα θαυμάσετε.
Χαριτομένο. Καί ... στο ΚΛΙΜΑ των ημερών. Πάντως εγώ θυμάμαι μιά βραδειά ληιτανείας ο ΑΓΙΟΣ μας κατάβρεξε λιγάκι. Η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα θα μου πείτε. Σωστά. Πιθανόν όμως τότε ο Αφέντης να διαπιστωσε πως το μεταξύ των ανθρώπων κυρίως των επισκεπτών ΚΛΙΜΑ δεν ήταν το πρέπον για την περίσταση και μας περιποιήθηκε δεόντως. Και λίγα για το κείμενο. Η συνεχής μετάβαση από τον μύθο στην πραγματικότητα και αντίστροφα πολύ επιτυχής. Τόσο που έδεινε την εντύπωση οτι δεν διαβάζεις διήγημα αλλά χρονογράφημα! Μπράβο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜε προκαλέσατε για σχόλιο κύριε με την υπέρμετρη μετριοφροσύνη σας. Το διάβασα την Ημέρα της ανάρτησης και είπα τι να σχολιάσει κανείς . Αλλά τώρα ......