Μαυρόπουλος Χρίστος
Έδωσα αυτί τις προάλλες στην TV κι άκουσα τον
υπουργό οικονομικών να λέει, "φάγαμε πολύ ξύλο", εννοώντας τις
περικοπές, τους φόρους, τα χαράτσια, απ' το Δ.Ν.Τ. και δανειστές.
Αυτή η δήλωση του, μού 'φερε στο νου μια ιστορία.
Ο Χότζας, ο αγρότης, ο σοφός, ο συμβουλάτορας και τσελεπής (δικαστής), που έφτιαχνε, ανάμεσα στ' άλλα κι' ένα μικρό μπαχτσέ.
Όχι βέβαια πως του άρεσαν τα ζαρζαβατικά, άρεσαν
όμως στη γυναίκα του, τη Φατμέ, γυναίκα ψηλή, βαριά και καρδιοφούντισσα,
που ότε αγρίευε σειότανε ο μαχαλάς απ' τις φωνές της.
Γι' αυτήν ο καψερός έκαμε την ανάγκη, φιλότιμο και νταγιαντάριζε την κατάσταση στα μουλωχτά βαρυγκωνόντας.
"Βάϊ, βάϊ τζάνεμ κι' ωε που θα πάει τούτο 'δω."
Από την άλλη όμως κανάκευε με γλύκες και σεβνταλίκια την κυρά του, για να θολώνει τον τορρό και τα κρυφοσιχτήρια του.
-Να κοκώνα μου μαρουλοκαρδιές, να κρεμμυδάκια, ρόκα, φάε τζιέρι μου να σου λυθεί ο αφαλός από τη νοστιμιά!
Κι έτσι "πόριζαν" τα πράματα με όρντινο και ημεράδα.
Έλα όμως που ένα πρωϊνό, πέντ' έξη αδέσποτες αγελάδες, πέσανε στο μπαχτσέ του και μασάγανε του καλού καιρού.
Χύμηξε ο Χότζας σαν τις είδε καταπάνω τους μ' ένα στραβοράβδι, μα κείνες πρόκαμαν και χάθηκαν στις ράχες του χωριού.
Η Φατμέ, η κυρά του, αφαλοκόφτηκε κι έπεσε του θανατά, σαν είδε το κακό.
-Πω, πω, άντρα μου τσελεπή μου...πάει το βιός μας, κλάφτηκε.
-Μη χολοσκάς κοκώνα μου, και θα τονέ ξανασιάξω
'γω, την παρηγόρησε εκείνος, κι από την άλλη μέρα κιόλας, έπεσε με τα
μούτρα στη δουλειά!
Θά 'χε περάσει το λοιπόν κοντά βδομάδα κι ο
καψερός ο Χότζας είχενε βάνει πλιόνε το μπαχτσέ σε όρντινο, όταν ένα
πρωϊνό να σου ξανά, μανά, καμιά εικοσαριά συφοριασμένες αγελάδες να
διαβαίνουνε για βοσκοτόπι σιμά στο μπαχτσεδάκι του.
Αφιονίστηκε ευτύς ο άνθρωπος και δίχως να το
πολυσυλλογιστεί, άδραξε το ξιντάρικο στραβοράβδι του κι αρχίνισε να
κοπανάει τα ζωντανά δίχως λύπηση καμιά και δίχως διάκριση.
-Εξείϊ, εξείϊ, γιατί βαρείς τα ζωντανά, άκουσε άξαφνα τη φωνή του γελαδάρη.
Γύρισε φουρκισμένος, ξάνοιξε το γελαδάρη και του έσκουξε κατάμουτρα.
-Γιατί τις προάλλες πέντ' έξη απ' αυτές, μου φάγανε το κηπαράκι μου...
-Και γιατί κοπανάς ολάκερο κοπάδι, ενώ κατά πως είπες πέντ' έξη σου κάμανε τη ζημιά, του αντιγύρισε ο γελαδάρης.
-Τις κοπανάω όλες για νά 'μαι σίγουρος πως τρώνε ξύλο κι αυτές που φταίνε, δικαιολογήθηκε ο Χότζας και συνέχισε το κοπανίδι!
Αυτή την ιστορία θυμήθηκα, που πολυμοιάζει με τη δική μας.
Δέκα, είκοσι λαμόγια φάγανε τον παρά της Πατρίδας
μας και τώρα οι πολιτικοί μας, το Δ.Ν.Τ. κι οι δανειστές, που δεν
ξέρουνε ποιοί
είναι οι καταχραστές ή και καμώνοντας πως τάχατες
δεν ξέρουν, βαράνε ολάκερο τον Ελληνικό λαό, με φόρους, χαράτσια και
περικοπές.
Κι' εμείς, δαρμένοι κατά πως λέει κι ο
ΧΑΡΔΟΥΒΕΛΗΣ, καταχρεωμένοι, ψάχνουμε για καινούριο όνειρο και κυβέρνηση,
που ίσως μας αναστήσουν.
Απλοϊκές απόψεις , καi μάλλον …………………….. ο skriptas δεν το αντιλαμβάνεται!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή