του Γιάννη Αν. ΛΟΥΚΑ
Μη νομίζετε ότι μόνο οι άνθρωποι
παίρνουν σύνταξη.
Και τα παλιά ψαλτήρια παίρνουν
σύνταξη!
Στην πλατεία του χωριού…
« Κύριε John Athens, εκλεκτόν και επιφανές τέκνον του
μικρού μας χωρίου, η ιδιαιτέρα πατρίς των προγόνων σας σάς καλωσορίζει εις την
πατρώαν γην και σας ανακηρύσσει επίτιμον δημότην της ! ».
Είπε και μερικά ακόμα λόγια ο Πρόεδρος του
χωριού, απ’ αυτά που συνηθίζονται σ’ αυτές τις περιστάσεις. Εξάλλου, είχαν
καθίσει επί πολλές ώρες με τον γραμματικό και το δάσκαλο ,για να συντάξουν το
λόγο. Δεν έρχεται δα και κάθε μέρα τόσο υψηλός επισκέπτης στο μικρό και
απομονωμένο ορεινό χωριό!
Σήμερα, όμως, ήταν μεγάλη μέρα! Ο John Athens, μεγάλος ελληνοαμερικανός επιχειρηματίας,
τρίτης πια γενιάς ομογενής, επισκεπτόταν το χωριό του παππού του, του Γιάννη
Αθανασιάδη, o οποίος εδώ γεννήθηκε και μεγάλωσε κι από δω ξεκίνησε το μεγάλο του ταξίδι
για το Νέο Κόσμο της Δύσης με το υπερωκεάνιο εκείνης της εποχής. Και πρόκοψε ο
παππούς του John, εργατικός και νοικοκύρης καθώς
ήταν. Τον βοήθησαν και οι συγκυρίες και, σιγά σιγά, οι δουλειές και οι
επιχειρήσεις πήγαιναν απ’ το καλό στο καλύτερο. Μόνο που ο ΄΄Αθανασιάδης΄΄ έγινε αρχικά ΄΄Athans΄΄ , για λόγους συντομίας, και στη
συνέχεια ΄΄Athens΄΄. Έτσι, και η οικογένεια είχε το επώνυμό
της και οι επιχειρήσεις το πολύ δυνατό εμπορικό τους σήμα.
Μα, αν έπρεπε να περιγράψουμε όλη την
περιπέτεια και τη συναρπαστική διαδρομή της δυναστείας των ΄΄Athens΄΄ στη νέα τους πατρίδα, θα γεμίζαμε
τις σελίδες ενός ολόκληρου μυθιστορήματος. Όμως, εδώ πρόκειται για ένα μικρό
πασχαλινό διήγημα κι έτσι, με ένα μεγάλο άλμα στο χρόνο, θα φτάσουμε στη
σημερινή μέρα, που είναι τόσο σημαντική και για το χωριό και για τον υψηλό
επισκέπτη.
«Τι σου είναι κι αυτός ο Πρόεδρος! », είπε μέσα του ο παπά-Νικόδημος, ο
σχεδόν αιωνόβιος καλογερόπαπας, που
είχε κάμει κι ένα φεγγάρι στ’ Αγιονόρος,
ως ιερομόναχος και μετά αποφάσισε να
επιστρέψει και να γίνει εφημέριος για πολλές δεκαετίες στο χωριό του, μέχρι που
βγήκε στη σύνταξη.
Η ιεροσύνη, όμως, δε βγαίνει ποτέ στη
σύνταξη, αλλά είναι ισόβια. Έτσι, λοιπόν, όταν ο καινούργιος παπάς του χωριού,
που τον έστειλε ο Δεσπότης, λείπει - και λείπει αρκετά ο πατήρ-Νεκτάριος, αφού
σπουδάζει και στη Θεολογική Σχολή - τότε ο ξερακιανός και ασκητικός μας
λευκογένειος παπά-Νικόδημος, ξαναφοράει το πετραχήλι και ξαναγίνεται « νιος
και παλληκαρόπουλο », όπως λέει ο ίδιος. « Η εκκλησιά δεν παίρνει ποτέ σύνταξη »,
λέει χαμογελώντας ο παπά-Νικόδημος.
« Μα, πώς τα σκαρφίστηκε όλα αυτά που έχει
γράψει ο Πρόεδρος; »
συνέχισε τη σκέψη του ο παπά-Νικόδημος. «Ακούγονται λίγο υπερβολικά και φτιασιδωμένα,
μα για καλό το κάνει. Το χωριό μας έχει μεγάλες ανάγκες και το κράτος έχει
φτωχύνει πολύ! ».
Και είχε δίκιο ο γέροντας-παππούλης. Ο
Πρόεδρος της Κοινότητας δεν τον άφησε στιγμή τον κ. Athens. Τα είχε, εξάλλου, οργανώσει όλα πολύ
καλά. Και πού δεν τον πήγε! Στο σχολείο, στην κοινότητα, στο ιατρείο, στο
υδραγωγείο, στο γήπεδο, στο κοιμητήριο, στο πατρικό του σπίτι. Κι όπου πήγαινε,
όλο και κάτι εξασφάλιζε. Κι ο φιλοξενούμενος με πολλή χαρά έδινε την υπόσχεσή
του.
Τελευταία ο Πρόεδρος άφησε την εκκλησιά
του χωριού. Εκεί, όμως, δεν του ζήτησε τίποτα, κι αυτό έκανε εντύπωση στον
παπά-Νικόδημο. Σα βρέθηκαν ,όμως, στην πλατεία με τα τρεχούμενα νερά και τα
πλατάνια, μετά τους λόγους, που ,βέβαια, κάποιος από τη συνοδεία τους μετέφραζε
- καθώς ο John Athens δε γνώριζε και πολύ καλά ελληνικά,
σε μια κατάλληλη στιγμή χαλάρωσης ο Πρόεδρος – εκτός καταλόγου αιτημάτων -
απευθύνθηκε κάπως μεγαλόφωνα, ώστε να ακουσθεί από όλη την ομήγυρη : « Κι αυτό το ψαλτήρι του Αη-Γιώργη πολύ
πάλιωσε κ. Athens! Πολύ θα το εκτιμήσουμε αν επιληφθείτε του θέματος! ».
Ο γραμματέας του κ. Athens σημείωσε το αίτημα, ωστόσο ο
παπά-Νικόδημος ένιωσε έναν κόμπο.
Στην εκκλησιά του χωριού…
Ήταν
ακριβώς η ώρα που ο μόνιμος επίτροπος της εκκλησιάς, ο μπάρμπα-Θανάσης, και η
μόνιμη νεωκόρος, η κυρά-Γιωργία, είχαν τακτοποιήσει με κάθε επιμέλεια το κάθε
τι, μετά το προσκύνημα των επισκεπτών « απ’ τ’ ν
άλλ’ άκρα τ’ κόσμ’ » ,
όπως είπαν, και είχαν τοποθετήσει το χοντρό παλαιϊνό σιδερένιο κλειδί στη βαριά
εξώπορτα, όταν ένας περίεργος θόρυβος ακούστηκε εκεί στην μπροστινή πλευρά. Σαν
πλησίασαν προς την πόρτα του Ιερού, ξανάκουσαν ένα τρίξιμο. « Είναι απ’ το ψαλτήρι, μα, πώς έγινε αυτό, από μόνο του; » είπε ο
επίτροπος. «Τι τα θες ,πάλιωσε κι αυτό. Τρίζουν τα ξύλα του από την πολυκαιρία »,
απάντησε η θειά-Γιωργία, η “εκκλησάρ’σα”. Κανείς από τους δυο δεν ήξερε ότι την
ίδια ώρα ο Πρόεδρος του χωριού είχε αιτηθεί από τον κ. Athens νέο ψαλτήρι. Το τρίξιμο αυτό δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα ρίγος, που είχε
αισθανθεί το παλιό ψαλτήρι. Και μη σας παραξενεύει! Έτσι δεν λένε ότι το ξύλο
είναι ένας ζωντανός οργανισμός;
Μη νομίζετε ότι μόνο οι άνθρωποι
έχουν αισθήματα.
Και τα παλιά ψαλτήρια έχουν αισθήματα!
Μεγαλοβδόμαδο στην εκκλησιά…
Οι διαδικασίες που ακολούθησαν την
επάνοδο του John Athens στην προγονική γη ήταν ταχύτατες.
Οι υποσχέσεις και οι δεσμεύσεις άρχισαν να υλοποιούνται με ταχύτατους ρυθμούς.
Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στην αντικατάσταση του ψαλτηριού. Ο πρόεδρος και ο νέος
παπάς του χωριού βιάζονταν να έχει ολοκληρωθεί η προσφορά οπωσδήποτε πριν τη
Μεγάλη εβδομάδα. Θα έφταναν στο χωριό και όλοι οι ξενιτεμένοι, θα ερχόταν και ο
Δεσπότης και όλα θα έπρεπε να ήταν έτοιμα. Μόνον ο γέροντας-Νικόδημος προσπάθησε
να το αργοπορήσει λιγάκι. « Ας κάμωμεν αδελφοί Μεγαλοβδόμαδο και Πάσχα με το παλιό ψαλτήρι.
Είναι αγιασμένο! Το ξύλο του έχει έρθει απ’ τ’ Αγιονόρος και το έχει
κατασκευάσει ένας άριστος τεχνίτης και άγιος άνθρωπος με πολλή προσευχή. Έχει
σκαλισμένο και τ’ όνομά του και τη χρονολογία. Μπορεί να είναι παλιό, αλλά
είναι αγιασμένο, απ’ τους τόσους ψαλτάδες του παλιού καιρού, που το έχουν
υπηρετήσει με πίστη και ευλάβεια! ».
Όμως, ο παπά-Νικόδημος ήταν η μειοψηφία. Είναι κι αυτή η τάση για
νεωτερισμούς που πιάνει συνήθως τους ανθρώπους της εκκλησίας! Όλα να τα εκσυγχρονίσουν, όλα να τα
μοντερνοποιήσουν, όλα να τα τσιμεντοποιήσουν. Και τα ψαλτήρια αν μπορούσαν
τσιμεντένια θα τα έκαναν!
Να μη σας τα πολυλογώ, το καινούργιο ψαλτήρι
έλαμπε ήδη απ’ το Σάββατο του Λαζάρου. Σκαλιστό και λουστραρισμένο απ’ το
καλύτερο εργοστάσιο εκκλησιαστικών ειδών. Εργονομικό και πανάκριβο, ας είναι
καλά ο John Athens, καλή του ώρα στην Αμερική που είχε
επιστρέψει! Ειδικές θέσεις για τα βιβλία της ψαλτικής, περιστρεφόμενο αναλόγιο,
λαμπρό φωτιστικό, υποδοχές για πολλαπλά μικρόφωνα, αναπαυτικά στασίδια,
ευρύχωρα για πολυπληθή χορό. Σίγουρα ,τα αξίζει τα λεφτά του. Όλοι το θαύμασαν.
Απ’ το καινούργιο, λοιπόν, ψαλτήρι ακούσθηκε
φέτος : «Τον Νυμφώνα Σου βλέπω », « Ιδού ο Νυμφίος έρχεται », το
« Σήμερον κρεμάται επί ξύλου
» και, βέβαια, η αξεπέραστη τριάδα των εγκωμίων
« Η ζωή εν τάφω », « Το Άξιον Εστί » και « Αι Γενεαί πάσαι ». Τι παράξενο,
όμως! Όσο κι αν προσπαθούσαν οι φιλότιμοι ψαλτάδες , και οι μόνιμοι και οι
μεγαλοβδομαδιάτικοι, το αποτέλεσμα σε κάτι υστερούσε :
Σαν κάτι να έλειπε…
Μόνο ,όμως, ο παπά-Νικόδημος μπορούσε να δώσει
την εξήγηση. « Λείπει το παλιό ψαλτήρι! Ήταν αγιασμένο και είχε ψυχή μέσα του! Θα
αποκτήσει ,βέβαια, και το καινούργιο ψαλτήρι κάποτε ψυχή. Μα ,θέλει τα χρόνια
του. Ακόμα είναι ένα πολυτελές ξύλο. Θα του πάρει χρόνο ,μέχρι να γίνει
ψαλτήρι! ».
Μη νομίζετε ότι μόνο οι άνθρωποι
έχουν ψυχή!
Και τα παλιά ψαλτήρια έχουν ψυχή!
Μεγαλοβδόμαδο στον Προφήτη Ηλία…
« Τουλάχιστον, να μην το πετάξουμε το παλιό
ψαλτήρι ! », είπε με ικεσία ο
παπά-Νικόδημος, « ούτε να το καταχωνιάσουμε σε καμιά αποθήκη, αμαρτία είναι! Ας το
πάμε, τουλάχιστον, ψηλά στο ξωκκλήσι του Προφήτη Ηλία, που αγναντεύει όλο το
χωριό. Να λειτουργείται ,τουλάχιστον ,μια φορά το χρόνο, στη γιορτή του».
Η ιδέα δεν άρεσε και πολύ στους επιτρόπους
και τους υπαλλήλους της Κοινότητας, μα ας όψεται που τον σεβόντουσαν στο χωριό
τον παπά-Νικόδημο και τα λευκά του γένια! Έτσι, λοιπόν ,το παλιό ψαλτήρι, με τη
συνταξιοδότησή του, εξασφάλισε μια θέση στον μακρινό Προφήτη Ηλία. Τα ξωκκλήσια
μοιάζουν μερικές φορές σαν τους οίκους ευγηρίας των ανθρώπων!
Εκεί , λοιπόν, στα ψηλώματα του Αι-Λιά θα
έκανε φέτος Μεγαλοβδόμαδο το παλιό ψαλτήρι και το ίδιο προβλέπεται και για τα
επόμενα χρόνια, μέχρι να βρεθεί κάποιος άλλος Πρόεδρος και κάποιος άλλος John Athens. Μα, μέχρι τότε έχει ο Θεός για το
παλιό ψαλτήρι!
Μεγαλοβδόμαδο στο μαντρί…
Πραγματικός άρχοντας του βουνού ο
Τσελιγκομήτρος! Αρχιτσέλιγκας του Παρνασσού! Αψύς και σκληροτράχηλος. Με το
κατσαρό του μαλλί και την άγρια γενειάδα του. Αυτού ήταν τα λημέρια του, εκεί
και το βασίλειό του. Κι οι πέτρες τον γνώριζαν και τα ζουλάπια τον αναγνώριζαν.
Κι αυτός άριστος γνώστης όλων των σημείων, απ’ τα σημάδια του καιρού μέχρι το
πιο απόκρημνο μονοπάτι. Μα, σαν βαρύνανε την πλάτη του τα χρόνια, απόμεινε μόνο
στο όνομα τσέλιγκας. Λίγα ζωντανά
κράταγε πια, κι αυτά με τη βοήθεια του παραγιού του, του Μανωλιού, που, μην
έχοντας κανέναν στον κόσμο, τον περιμάζεψε και τον είχε βοηθό του, χρόνια τώρα. Ο ένας
είχε την ανάγκη τ’ αλλουνού. Ο Μανωλιός δεν πήγε ούτε μια μέρα στο σχολειό.
Δασκάλους είχε τον Τσελιγκομήτρο και τη φύση. Μα, κι ίδιος ο τσέλιγκας είχε
ξεκόψει τα τελευταία χρόνια απ’ τον κόσμο. Μόνο μια φορά το χρόνο κατέβαινε στο
χωριό, παραμονή τ’ Αγιωργιού, μια που το είχε τάμα. Φόραγε τα τσαρούχια του,
την καμζόλα του, έπαιρνε κι ένα αρνάκι -προσφορά στον Αφέντη και κατηφόριζε
καβάλα στο μουλάρι του. Σαν έφτανε, προσκύναγε την εικόνα, άναβε το κεράκι του
και ασπαζόταν το χέρι του παπά-Νικόδημου, που πολύ τον ευλαβείτο, κι εκείνος
του έδινε τη μικρή εικόνα του Αγίου και τον έβαζε μπροστάρη στην Περιφορά σ’
όλο το χωριό. Αυτό τού έφτανε του Τσελιγκομήτρου! Σαν του μικρού παιδιού
γινόταν η τραχιά ψυχή του. Όλους τους έβλεπε, όλοι τον καμάρωναν. Έπαιρνε
δύναμη για ολόκληρη τη χρονιά, μέχρι του χρόνου την ίδια μέρα, πρώτα ο Θεός!
Ευχαριστημένος ήταν με τη ζωή του ο
Τσελιγκομήτρος. Μα, είχε κι ένα παράπονο. Ποτέ δεν είχε ακούσει την ψαλμωδία
της Μεγάλης Εβδομάδας, έτσι ξωτάρης που ήταν! Και του είχε πει ο παπά-Νικόδημος
ότι δεν υπάρχουν καλύτερα μελωδήματα πάνω στη γης! Δεν είχε, όμως, τύχει ποτέ
και τα χρόνια περνούσαν…
Κείνη τη χρονιά ο Τσελιγκομήτρος
παρατήρησε μιαν αλλιώτικη συμπεριφορά στον Μανωλιό. Πού τον έχανε, μεγαλοβδόμαδα,
και κάθε σούρουπο εξαφανιζόταν για κάμποσες ώρες και, σα γύριζε στη στάνη, ήταν
αλλιώτικος άνθρωπος. Ήρεμος, γαλήνιος, μεταμορφωμένος! Και σα να μην έφτανε
αυτό, τον άκουγε και να σιγο-ψέλνει! Ποιον ,τον Μανωλιό! Που δεν ήξερε ούτε να
διαβάζει, ούτε είχε πατήσει ποτέ το πόδι του στην εκκλησιά, ούτε είχε κατεβεί
στο χωριό. Ανεξήγητα πράγματα! Είπε,
λοιπόν, ένα βράδυ να τον ακολουθήσει.
Η ψαλμωδία…
Σουρούπωσε. Ήταν Μεγάλη Παρασκευή. Ο
Τσελιγκομήτρος αγνάντεψε κατά το χωριό. Με τη γέρικη, μα αετίσια, όρασή του
διέκρινε στο βάθος τον Επιτάφιο να βγαίνει από την εκκλησιά του χωριού και τους
χωριανούς να ακολουθούν με τις λαμπάδες αναμμένες. Νόμιζε ότι έβλεπε και τον
παπά-Νικόδημο με τα άμφια, μα μπορεί να ήταν και η ιδέα του. Η απόσταση ήταν
μεγάλη. Τι ατυχία, όμως, να μη μπορεί ν’ ακούσει τα Εγκώμια! Άλλο όραση άλλο
ακοή!
Τότε, μια μυστική φωνή
μέσα του τον πρόσταξε ν’ ακολουθήσει τον Μανωλιό. Δεν άργησε να τον βρει,
ξέροντας όλα τα κατατόπια. Ο Μανωλιός ήταν καθισμένος έξω απ’ το ξωκκλήσι του
Προφήτη Ηλία κι άκουγε εκστασιασμένος. Ο Τσελιγκομήτρος στάθηκε ευλαβικά σιμά
στον παραγιό του. Για πρώτη φορά στη ζωή τους άκουγαν κι οι δυο τα Εγκώμια της
Μεγάλης Παρασκευής! Αν δεν ήταν μπροστά τους το ξωκκλήσι, θα νόμιζαν ότι η
μελωδία ερχόταν απευθείας απ’ τον Ουρανό
και τους Αγγέλους!
Ο Τσελιγκομήτρος σταυροκοπήθηκε κι έμαθε
και τον Μανωλιό πώς να κάνει το σταυρό του.
« Εδώ,
το λοιπό, έρχεσαι κάθε βράδυ μωρέ Μανωλιό; Εδώ ακούς τις ψαλμωδίες; Και γιατί,
μωρέ ,δε μου είπες τίποτα κι εμένα; Ας είναι ,όμως, ευλογημένε! Χάρη σ’ εσένα
είδα κι εγώ αυτό το θαύμα! Κι αν θέλεις να ξέρεις ,τα θαύματα φανερώνονται μόνο
στους απλούς ανθρώπους. Και πιο απλός κι άκακος άνθρωπος από σένα δεν υπάρχει
σ’ όλη την πλάση, βρε Μανωλιό! Κι έτσι να μείνεις σ’ όλη σου τη ζωή. Και μάθε
ότι τώρα μέσα στο ξωκκλήσι ψέλνει ο ίδιος ο Προφήτης, ο Άι- Λιάς, που κατέβηκε
εδώ στο σπίτι του να ψάλλει τα Εγκώμια για το Χριστό! Βλέπεις ,δεν πήγε στις
πολιτείες ,μα ούτε και στα χωριά. Εδώ, στην ησυχία ήρθε. Και δεν πρέπει να
μπούμε μέσα, γιατί τότε θα φύγει και δε θα ξανάρθει.
Ν’ ακούσουμε ήσυχα κι ευλαβικά και
να γυρίσουμε ήσυχα στο ευλογημένο μας μαντρί », είπε και ξανασταυροκοπήθηκε και
μαζί του κι ο Μανωλιός.
Ο Τσελιγκομήτρος και ο Μανωλιός ιδέα δεν
είχαν για την προσφορά του John Athens και για τη μεταφορά του παλιού
ψαλτηριού απ’ το χωριό στο ξωκκλήσι του Προφήτη Ηλία, κι ούτε χρειάζεται να το
μάθουν ποτέ…
Μη νομίζετε ότι μόνο οι ψαλτάδες και
οι Αγγέλοι ψέλνουν.
Και τα παλιά ψαλτήρια ψέλνουν…!
Καλό Μεγαλοβδόμαδο !
Καλή Ανάσταση !
ΙΑΛ
1 σχόλιο:
Απλό, ανθρώπινο, κατανοητό ...γνήσιο Ρουμελιώτικο.Αξίζει να συνεχίσεις να περιγράφεις αγνά , χωριάτικα συμβάντα του παρελθόντος του τόπου μας. Μπράβο. Κώστας Κασσιός
Δημοσίευση σχολίου