Μαυρόπουλος Χρίστος
Η σύνταξη!
Η σύνταξη!
Παράς που κάποτες λειπόσαρκος γυρνάςι πίσω.
Σάμπως μπάρκο θαρρείς, με αβαρίες από ταξίδι μακρινό.
Μια επιταγή ή ένα στέκι, στο τέλος του μηνός, που αναμαζεύει όξω από τράπεζες γερόντους, να κουβεντιάζουνε σαν τα παιδιά.
Κάποιοες φορές και δίχως ο ένας τον άλλονε να κατέχει.
Δίχως κανένα παραπανίσιο διάφορο.
Τους φτάνει το κοινό καρτέρεμα.
Τους βερνικιάζει ο σκοπός.
Τους συνεπαίρνει ο καημός για τις παλιές στιγμές, τα όνειρα που φύγαν.
Ίσως το μάνιζμα και η οργή, για τον λειψό παρά.
Τις τόσες τις κρατήσεις, τα χαράτσια.
Τα ψίχουλα που απομένουν απ' τη "Δημοκρατία" των αρχοντοκεφαλάδων και τις παλιόστρατες των ασφαλιστικών ταμείων.
Ποιός όμως κόφτεται για "μπάρκα", που άραξαν στα καρνάγια;
Στα σκούρα καφενεία, πίσω απ' τα κάγκελα του χτες!