Χτικιάρης έμοιαζε νά 'ναι ο Διαμαντής.
Χλωμός, λιγνός και μ' ένα ψιλοκίτρινο στο άσπρο των ματιών του.
Είχενε κι ένα γκούχου-γκούχου κάθε τόσο άξαφνο, βαθύρριζο, καμπανιστό, που τράνταζε τ' αχαμνά του στήθια.
Τον άκουγε το σινάφι του στο γιαλό και κρούβονταν του θανατά. Όλοι τους συλλογιούνταν, πως τούτο σίγουρα ήτανε χτικιό.
Και το ξερό του το κεφάλι, δεν έλεγε να ξεμακρύνει απ' το γιαλό.
Του τό 'λεγαν να πάει σε βουνό. Εκεί που ο αγέρας καθάριος, ξεπλυμένος απ' την αχλύ και το βαρύ ανασασμό της θάλασσας.
Μα αυτός εκεί. Με το βαρκάκι του, ατός του να
γιατροπορεύεται πότε στους φυκιάδες αναμασώντας τα μακρολέπιδά τους,
θαρρώντας πως το βάμα τους του έκανε καλό και πότε γονατιστός
σταυροκοπιούνταν στης Παναγιάς το κλησαράκι, την έγνοια της γυρεύοντας
και τ' ουρανού το βοηθό.
Κι είχενε και τον Πεντεφρή στις γρέπενες.
Κάθε που συλλογές βαριές μούχτωναν το φεγγί του, ξανοίγονταν με το
βαρκάκι του κι αναχτυπούσε με την απαλάμη του τη θάλασσα κατάκορμα!
Πλατς, πλατς, πλατς.
Φούγιαζε το δελφινάκι του, τον Πεντεφρή!
Κι ο φίλος του που ακουρναζόταν το σινιάλο του, έσκαγε μύτη με φούρια και του κουβέντιαζε με τη στριγγνή φωνούλα του.
-Γκε, γκε...γκι, γκι...
Κι ύστερα του σίμωνε μια ανασαιμιά κι αυτός του χάϊδευε τη ράχη του, το μουσούδι του και τόνε τάϊζε ψαράκια.
Και σαν τον χόρταινε, πιάναν και την κουβέντα.
-Που λες Πεντεφρή, μου λένε να πάω σε βουνό. Εκεί θα γιάνω λένε...
-Γκι, γκιγκί, γκι, αποκρινότανε το δελφινάκι.
-Το ξέρω πως δε θες...Μα μήτε κι εγώ το θέλω.
-Γκιγκί, γκι, έκανε εκείνο κουνώντας το κεφάλι του πάνω-κάτω σα να συμφωνούσε μαζί του.
-Κι όμως πρέπει λένε...Αν όμως δε γυρίσω...Αν αποθάνω στο βουνό, εσύ τι θ' απογίνεις;
Εδώ το δελφινάκι έμοιαζε να κιοτεύει, "τα
λόγια του να χάνει" και σίμωσε πιότερο κι ακούμπαγε το κορμί του στο
βαρκάκι του άλαλο, θαρρείς βαθιά σεκλετισμένο.
Μα όχι για πολύ...Στο άξαφνο αναπηδούσε
σάμπως από σκίρτημα ψυχής και δίχως αναβολιά, άρχιζε να φωνάζει και
τρόγυρά του να χορεύει πασχίζοντας να διώξει το μαύρο απ' την καρδιά
του.
Κι ο Διαμαντής, αναθαρρώντας κι αυτός, έδινε μια κι ανέβαινε στη ράχη του κι ο Πεντεφρής χαρά γιομάτοςξανοίγονταν στο πέλαγος!
Ζωντάνευε για τα καλά τότενες ο Διαμαντής έτσι που ο θαλασσινός αγέρας και το νερό, με φούρια έσκαγαν στο μούτρο του.
-Σάλευε, σάλευε, στα γερά...Σάλευε στο χτημιώνα του Θεού μας, του φώναζε αλέγρος σαν παιδί!
Κι ο φίλος του, έτρεχε με το μουσούδι να σκίζει σα βολίδα το νερό!
Στιγμές αναπαψίλας, όλες καταδικές τους!
Και νάχει και το σινάφι του και να του λέν'
να φύγει. Ν' αφήσει τέτοιο φίλο γκαρδιακό! Ν' αφήσει τον Πεντεφρή του
που τις προάλλες τόνε γλίτωσε από "γραμμένο θάνατο!"
Πριν κάμποσα φεγγάρια πού 'χανε βγει στο πέλαγο, στο βολταράκι, όντε ομπρός τους πετάχτηκε ο "σκύλος."
Ένας καρχαρίας κοντά στα τρία μέτρα.
Δίχως να χάσει ούτε λεφτό ο Διαμαντής έπεσε
από τη ράχη του Πεντεφρή στο νερό και τράβηξε τη λάμα πού 'χενε πάντα
στη μέση του σαν έμπαινε στη θάλασσα.
Στο μεταξύ το Δελφινάκι του, είχενε...σκαπετίσει!
Το γύρεψε τρόγυρα με το βλέμμα του, μα δεν φαινότανε πουθενά.
"Κρούφτηκε στη θωριά του καρχαρία", συλλογίστηκε και δικαιολόγησε το φόβο του.
Ύστερα βάστηξε στα δόντια του το μαχαίρι και βούτηξε αντικρυστά στο "σκύλο" πού 'χενε ζυγώσει και τόνε γυρόφερνε.
Είδε μες στη θολούρα των νερών το ανοιχτό του
στόμα, τα δόντια του, κάτασπρα, τριγωνικά και χύμηξε καταπάνω του μ'
αποκοτιά, πριχού το τέρας τον αδράξει!
Τότενες ήτανε που με την άκρη του ματιού του,
είδε τον Πεντεφρή σα βολίδα ν' ανεβαίνε, ν' ανεβαίνει απ' τα βύθη και
με ορμή να χώνει το σουβλερό μουσούδι του, στη σαπουνοκοιλιά του
καρχαρία!
Μονομιάς χλαπαταγή, αφρός και κοκκινίλα
τρόγυρα απ' το αίμα κι ο "σκύλος", ξυστά πέρασε απ' την πλάτη του και
χάθηκε στο πέλαγος σακατεμένος.
Ευτύς έκαμε το σταυρό του κι αγκάλιασε το φίλο του που αργά φουρφούριζε αποσταμένος απ' το κατώρθωμά του!
Ο φίλος του, οπού 'χενε παλέψει και τού 'χενε σώσει τη ζωή!
Και νά 'χει κι απ' την άλλη του σιναφιού του
τα καραφέρια να του λένε να φύγει, να πάει σε βουνό, δίχως περίσσια
έγνοια και σκοτούρα για 'να ψάρι!
Άκου ψάρι ο Πεντεφρής!!
Δεν το χώραγε το φεγγί του!
Αναβλεμμάτισε με συγκίνηση τον "αδελφό του"
κι ένιωσε μες στο νερό. ολάκερο το κορμί τουνα υγραίνεται απόνα πάχνισμα
καρδιάς, τα χέρια του να τρέμουνε και δάκρυα να κυλάνε απ' τα μάτια
του!
Τότενες ήτανε, ως θυμάται, που πήρε τη μεγάλη και βαριά απόφαση να μη φύγει!
Να μην πάει σε βουνό.
Μονέ σιμά στο δελφινάκι του να μείνει κι ίσως μια μέρα στη θάλασσα που τόσο αγαπούσανε, ίσως να "φεύγανε" κι οι δυο!!
Τα κείμενα του Αραχωβίτη και κοσμοπολίτη Χρίστου Μαυρόπουλου αποτελούν ένα δυσεύρετο και πολύτιμο ΑΤΜ πολιτισμού και μάλιστα σε μια εποχή που επικρατεί είτε ο λαϊκισμός είτε ο παραλογισμός και τίποτε άλλο...
ΑπάντησηΔιαγραφήΌχι μονάχα ο Διαμαντής μα η Ελλάδα ολάκερη χρειάζεται τον "Πεντεφρή" της και στις θάλλασες και στα βουνά της και στις πολιτείες.
Μα για την ώρα μόνο οι "σκύλοι" φαίνεται να αλωνίζουν.