Μαυρόπουλος Χρίστος
Ότε που γιόμιζε το φεγγάρι!
Οι πολιτείες γράφουνε την ιστορία τους σε Μεγαλόκαστρα,
ρότες θαλασσινές και σ' απλωσιές μαχών και λεγεώνων.
Η δική μου πόλη ανέμισε τα μαλλιά της
και τα στορήματα της στον Παρνασσό.
Κάθε βράχος κι ένα κιτάπι.
Κάθε κιτάπι κι ένα περιστατικό.
Κάθε περιστατικό κι ένας αγώνας για τη ζωή,
για το ψωμί, τη λευτεριά, την παράδοση και τον πολιτισμό!
Αυτά, του βουνού τα κιτάπια
Ήτανε, που λέτε, η Αράχωβα
την εποχή που ήρθανε οι πρόσφυγες
απ' τη Μικρά Ασία, δεμένη με τις ρίζες της.
Η πέτρα το θεμέλιο της!
Η πέτρα, η αδάμαστη
και η λεβεντοσύνη των συντοπιτών μου
ξοδιάζονταν στ' αμπέλια, στον ελαιώνα,
στα κοπάδια των προβάτων
κι οι πεθυμιές των γυναικών και η αξιοσύνη τους,
στου αργαλειού τον ίδρο και τα σχεδιάσματα.
Είχανε τη βολή τους.
Η γης κι ο αργαλειός αντιγυρίζουν το καλό
σ' όποιονε τους γνοιαστεί!
Νοικιάζανε κι απ' την άλλη καμιά κάμαρι στους ανήμπορους,
κι όλους αυτούς που γιατροπορευόντουσαν απ' το χτικιό,
κι ερχόσαντε απ' την Αθήνα
και τα καμποχώρια ψηλά στον Παρνασσό.
Τότενες, κατά πως μου πάνε, ότε που γιόμιζε το φεγγάρι,
ήρθε στον τόπο μου η πρόσφυγα,
η κυρά Ελένη, η φραγκοραφτού,
η Σμυρνιά με τον άντρα της τον Παναγιώτη.
Φραγκοραφτού γιατί έραβε τα φράγκικα σκουτιά,
σε κονσολάτους κι αρχοντόσογα της Σμύρνης
και με την καπατσοσύνη και την τέχνη της,
μπήκε ευτύς στα σπίτια των συντοπιτών μου!
Και μάζεψε με τη δουλειά της, τα Σμυρνέϊκά τσαλίμια
και τις γλυκοκουβέντες για χρόνια μεγάλους και μικρούς.
Κι ότε που έπινε το μπρούσκο,
στα μέσα της ξυπνάγανε καημοί και πόνοι
για το χαμένο βιος και την Πατρίδα της,
κι οι αμανέδες της ραιζανε κι αυτό ακόμα το σωκάρδι του Παρνασσού!
Ο άντρας της, λιανοπραματευτής.
Τσακμάκια, τσακμακόπετρες και χτένια φαρδειά για τις Αραχωβίτισσες,
που τότενες είχανε ωραία και μακριά μαλλιά και τά 'πλεκαν κοτσίδα
κάτω απ' το μαύρο ή το καφετιό τσεμπέρι τους.
Και σάλευε ο Παναγιώτης περιχουγιάζοντας: "Όλα με λάδι!"
Η Αναστασία ήρθε κακοπαθημένη.
"Η θάλασσα της "πήρε" τον άντρα και το γιαβρί, το γιο της.
Μαυρίσανε τα τζιέρια της, κατά πως έλεγε,
κι ήρθε στο βουνό, να μη θωρεί νερά".
Ρογιάστηκε στο μεγαλέμπορα τον Καλμαντή κι έφαγε γλυκό ψωμί.
Η Αλεξάντρα με μπάρκο ως την Ιτιά και από 'κει με φορτηγό.
Καλότροπη, μορφοντυμένη, παστρικιά,
με λιγοστούς παράδες στο μαντήλι της.
Προσπορίστηκε για λίγο με το κομπόδεμά της και στο κατόπι γνωρίστηκε,
παντρεύτηκε τον Θανάση τον Πικρό κι ανοίξαν σπιτικό.
Ο "δημαρχάκος", λιανός, βασανισμένος,
ξερριζωμένος απ' τους Τσέτηδες πήρε των ομματιών του.
Συμμάζεψε αγάλι-αγάλι τα κομματάκια του
κι έστησε μπακάλικο στου Δημητρά το μαγαζί,
που τότενες χωρισμένο ήτανε στα δυο.
Η Ευτυχία, μεσ' στην καταστροφή και στο χαμό,
ήρθε σαν πρωϊνή δροσιά!
Τσαχπίνα, νια και έμορφη, αλάφιασε την αγορά.
Όταν περνούσε, τα χασαπάκια βαράγαν στα κουτσούρια τις μαχαίρες τους
κι ο Περικλάρας, ο τσαγκάρης, αντράκλαρος γιομάτος λεβεντιά
που έφτιαχνε τσαρούχια,
ότε που τη θωρούσε να διαβαίνει μπροστά απ' το μαγαζί του,
στα πόδια της πετούσε καλαπόδια και φλουριά!
Κι άλλοι πρόσφυγες ήρθανε στο κατόπι...
Όμως εδώ πρέπει να κλείσω
γιατί δε γίνεται βιβλίο να γράψω στα blogs
του ΚΡΗΤΙΣΤΩΡΑ και του ΤΣΟΠΑΝΟΥ,
που με αγάπη γνοιάζονται τα γραφτά μου.
Σημείωση: Πληροφορίες μου έδωσαν
ο Γιώργης Ν. Μαυρεπής και ο Κώστας Ταμβάκης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου