Μαυρόπουλος Χρίστος
Χρονογράφημα
Βρέθηκα στην Αθήνα. Πριν από λίγες μέρες.
Κι έτσι πως σουλατσάριζα συνταξιούχος της σειράς και ακαμάτης, τον είδα ξαπλωμένο.
Κατάχαμα στο δρόμο. Σε μια γωνιά. Απάνω στο τσιμέντο.
Μακρυμάλλης, αξανάγλιστος, γενιασμένος, και μ' ένα παλιό παλτό που αγκάλιαζε σφιχτά το κορμί του.
Ένας άνθρωπος κατάχαμα στη γωνιά του δρόμου.
Κοιμότανε; Δεν ήξερα. Πεθαμένος ήτανε; Ούτε κι αυτό το κάτεχα.
Σίμωσα πιότερο να δωνα βγάλω άκρη.
Βαριά η ανασαιμιά του. Την άκουσα. Μάλλον
κοιμότανε και τρόγυρα η τάξη, η κοινωνία, ο πολιτισμός, πάγαινε
κι ερχότανε.
Κι είχε και μια αποβροχάρικη λιακάδα 'κείνη τη μέρα.
Από 'κείνες που σου γλυκαίνουν το κορμί και αποδιώχνουν το γκρίζο ή το μαύρο του χειμώνα απ' την καρδιά σου.
Κι αυτός εκεί. Κατάλαβα. Στο τσιμέντο.
Σάμπως δέντρο θαρρείς, που κεραυνός το σώριασε!
Και γύρωθε λογιώ-λογιώ ανθρώποι.
Μορφοντυμένοι, γραβατωμένοι, παστρικοί, κι
άλλοι της φτωχολογιάς με το θαμπό το βλέμμα, τα χαλκογραμμένα
πρόσωπα και την πρεμούρα, κι όλοι τους με φούρια να διαβαίνουν
ζεμένοι στον όργο της ζωής!
Τ' ανθρώπου αυτό ταμένο, από ξαρχής που έτρεχε, και τρέχει ακόμα και θα τρέχει για να κερδίσει τη ζωή.
Κι όμως ο άγνωστος, απάνω στο τσιμέντο,
σπασμένο ως φαίνεται είχε το τσουκάλι του, γι' αυτό κι η τόση
ανεγνοιασιά και ο βαθύς του ύπνος.
Ο χωροφύλακας που ήρθε στο κατόπι, τον
είδε, κούνησε το κεφάλι του, τονέ σκούντησε να ξυπνήσει, δίχως
όμως επιτυχία, κι έφυγε λέγοντας πως θα γυρίσει.
Δυο ώρες καρτέραγα να δω τι θ' απογίνει.
Και δε γύρισε. Το όργανο της τάξης δε γύρισε.
"Συμβαίνουν κι αυτά στις Δημοκρατίες",
συλλογίστηκα, και πίσα να ξαρματώσω την καρδιά μου, απ' την
πονοψυχιά της για τον άγνωστο.
Μα δε μου ήταν μπορετό, κι απόμεινα να τον κοιτάζω.
Παράσταση ζωής κι αυτό!
Εικόνα Ευρώπης και θεσμών, που ώρες-ώρες αναιρούν τις ιδιαιτερότητες του ανθρώπου.
Κι όμως στην Αμερική πάνε μπροστά.
Κοιμούνται σε χαρτόκουτα ή στα Δημοσυντήρητα!
Τα είχαμε κι εμείς στον τόπο μας, μετά τους δυο πολέμους, με τα λεφτά του Σχεδίου Μάρσαλ και σώθηκε ο κόσμος.
Στη Γαλλία, κοιμούνται κάτω απ' τις γέφυρες του Σηκουάνα.
Στην Ευρώπη, όξω απ' τι λουσσάτες πολιτείες!
Πάσχισα να το χωνέψω, πως συμβαίνουν αυτά σε προηγμένες χώρες που...έχουνε κοινωνική πολιτική και πρόνοια!
Όμως αυτό, ακόμα και σε μας;
Παρηγορήθηκα με τη σκέψη πως ίσως να
φταίνε οι καιροί του ανταγωνισμού, της λιτότητας, του ονείρου
που έγινε εφιάλτης, και κάτι τέτοια, κι ακόμα ίσως πιο
χειρότερα, πρέπει πλιόνε να τα συνηθίσουμε κι απ' όλους μας να
γίνονται αποδεχτά!!
Τόχε πει άλλωστε κι ο ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ.
"Αν δεν υπήρχε Θεός, όλα θα ήσαντε επιτρεπτά!"
Φαίνεται λοιπόν, πως φτάσαμε και ζούμε σε καιρούς "δίχως Θεό", γι' αυτό και όλα επιτρέπονται.
Η φτώχεια, η εξαθλίωση, οι φόροι, τα
χαράτσια, το ξεσανίδωμα δικαιωμάτων, η ράδα στο ΙΚΑ των ανθρώπων
θαρρείς και είναι μπάρκα για ξεφόρτωμα...
Ο πλουτισμός των λιγοστών, των Λαϊκών οι καρμπονάροι, και των πληβείων ο εξαναγκασμός...Η καταδίκη γενεών...
Μα 'κείνο που πιότερο με πονάει..."Η τύχη γαρ κοινή και το μέλλον αόρατο", για μας τους Έλληνες!
Κι ας λέει ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ.
"Οι επιδιδόμενοι σε αρπαγές και πλουτισμό, είναι Λύκοι και όχι άνθρωποι".
Κι όμως επιτρέπονται να λέμε: Πως ανάμεσά
μας δεν υπάρχουν Λύκοι πολυεθνικοί, και ντόπιοι...Μήτε δανειστές,
τοκιστές, σουλατσαδόροι, που κανονίζουνε πολιτικές και κουμαντάρουν
κυβερνήσεις, τι είμαστε πλιόνε πολιτισμένοι, μ' αξίες και αρχές.
Πολιτισμένοι, κι αυτά που γράφουνε οι
εφημερίδες για τρία τάχατες εκατομμύρια Έλληνες που βρίσκονται
στο όριο της φτώχειας...
Ε, αφήστε τες να γράφουνε, μια κι όλα επιτρέπονται.
Μ' αυτές τις σκέψεις και τα συμπεράσματα,
έριξα μια τελευταία ματιά στον άγνωστο που "ξεδιάντροπα"
κοιμότανε στο τσιμέντο, κι απομακρύνθηκα ψελλίζοντας κάποιους
στίχους του ΜΠΡΕΧΤ!
"Αυτοί που βρίσκονται ψηλά
θεωρούνε ταπεινό να μιλάς για το φαί!
Ο λόγος; Έχουνε μόλις φάει!" http://vivi.pblogs.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου