Τετάρτη 29 Μαΐου 2013

ΠΤΩΧΕΥΩ, ΑΡΑ ΕΛΠΙΖΩ.

Για να κατανοήσει κάποιος μια κατάσταση πρέπει να καταφέρει να δει τη συνολική εικόνα κι όχι μόνο τα επί μέρους γεγονότα που την αποτελούν. Όμως, ένα καλό βοήθημα στο ξεκίνημα αυτής της κατανόησης είναι η ανάκληση από τα αποθέματα της μνήμης μας, καταστάσεων που έχουμε γνωρίσει αλλά δεν έχουμε κάνει το συνειρμό στο πόσο μοιάζουν μεταξύ τους, ώστε η γνώση να μας δώσει και τη λύση.

Η πτώχευση ενός κράτους, η πτώχευση ενός μεγάλου μέρους των κατοίκων, η δραματική αλλαγή στις καθημερινές συνήθειες, η απόγνωση, τα αδιέξοδα, μοιάζουν ένα βουνό που δεν έχουμε το κουράγιο να σκαρφαλώσουμε όταν το δούμε έτσι όπως μας το παρουσιάζουν. Όμως στη καθημερινότητά μας, σε προσωπικό επίπεδο, έχουμε γνωρίσει δραματικές ανατροπές ο καθένας στη ζωή του ή έχουμε παρακολουθήσει τραγικά πράγματα να συμβαίνουν σε φίλους μας, σε συγγενείς μας στο περιβάλλον μας γενικότερα.



Ένα κράτος πτωχεύει τώρα, ένα κράτος ασθενεί, καταρρέει, όμως πόσοι από εμάς έχουν περάσει ένα προσωπικό μνημόνιο μια πτώχευση, ή πόσους έχουμε παρακολουθήσει να το περνάνε? Οικογένειες που φαλίρισαν οικονομικά, που διαλύθηκαν, που αντιμετώπισαν το χαμό ενός αγαπημένου, αρρώστιες, φτώχεια, ανεργία, κακοποίηση, ή κάθε είδους δυστυχία, όχι σε συνολικό επίπεδο κι όχι σε συνάρτηση με τα σχέδια όσων εξουσιάζουν ένα τόπο αλλά καθαρά σε ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ επίπεδο. Τι έκαναν όλοι αυτοί οι άνθρωποι? Πέθαναν? Αυτοκτόνησαν? Έγιναν ζητιάνοι? Τρελάθηκαν? Μερικοί ναι, υπάρχουν όμως κι εκείνοι που στάθηκαν στα πόδια τους και βγήκαν δυνατότεροι. Διαφορετικοί κι ίσως καλύτεροι. Η λύση σ΄αυτό που μας συμβαίνει είναι να θυμηθούμε ή να ερευνήσουμε αν δεν έχουμε προσωπικό παράδειγμα πως αυτοί οι άνθρωποι βγήκαν σώοι και αβλαβείς και καλύτεροι από τέτοιες δοκιμασίες. Τι ήταν υπεράνθρωποι? Όχι βέβαια. ΒΡΗΚΑΝ ΤΙΣ ΛΥΣΕΙΣ.

Ο κύριος Χ ζει απολαμβάνοντας τα αγαθά από μια καλή δουλειά που κερδίζει καλό χρήμα, παντρεύεται και κάνει οικογένεια, αγοράζει σπίτι, έχει δυο αυτοκίνητα, ταξίδια στις διακοπές, ένα σπίτι φορτωμένο με όλα τα καλά της κατευθυνόμενης κατανάλωσης, έχει φίλους που τον ακολουθούν γιατί είναι επιτυχημένος, έχει μια γυναίκα που τον αγαπάει και παλεύει να της εκπληρώνει όλες τις επιθυμίες,  έχει παιδιά που τον σέβονται και παλεύει να τους δώσει κι άλλα κι άλλα, ότι κυκλοφορεί θέλει να τους το πάρει, θέλει να γίνουν κι αυτοί "πετυχημένοι νοικοκυρηδες" σαν κι αυτόν.

Ξαφνικά μετά από μια σειρά γεγονότων, βρίσκεται ένα πρωί να έχει χάσει τη δουλειά του, το σπίτι του, τη δυνατότητα να προσφέρει στους δικούς του το οτιδήποτε, και στον εαυτό του επίσης. Φαλίρισε. Οικονομικά κατεστραμμένος. Το ειδυλλιακό χρυσό κλουβί αρχίζει και καταρρέει. Το σπίτι από το ροζ συννεφάκι κατεβαίνει στη κόλαση. Αρχίζουν καυγάδες, γκρίνιες, κλάματα, βρισιές και κάποια στιγμή η γυναίκα παίρνει τα παιδιά και τον εγκαταλείπει λέγοντάς του πως είναι άχρηστος. Παίρνει το αυτοκίνητο τσαντισμένος, και το καρφώνει πάνω σε μια κολόνα και βρίσκεται σ΄ενα ράντζο νοσοκομείου, μόνος μ΄ενα ορό στο χέρι και μερικά σπασμένα πλευρά (ευτυχώς) και συνειδητοποιεί πως ότι ΄ηξερε τέλειωσε. Σηκώνει το τηλέφωνο να μιλήσει μ΄ενα φίλο, αλλά δεν απαντάει κανείς, γιατί ψυλλιάζονται πως θα τους φορτωθεί να ζητάει διάφορα και την κάνουν μ΄ελαφριά πηδηματάκια.

Ο κ.Χ έχει φαινομενικά έχει δυο δρόμους μπροστά του. Η να σφίξει τα δόντια και να παλέψει να κατακτήσει ξανά όλα ΟΣΑ ΕΧΑΣΕ, ή να πηδήξει από το μπαλκόνι και να τελειώνει. Πίσω όμως από τη κουρτίνα των γεγονότων υπάρχει κι ένας ΤΡΙΤΟΣ ΔΡΟΜΟΣ που μοιάζει δύσκολος αλλά αρχίζει και τον αντιλαμβάνεται κοιτάζοντας όλα όσα συνέβησαν με μια πιο προσεκτική ανάλυση. Επιλέγοντας να μην πέσει από το μπαλκόνι, πρέπει στ΄αλήθει να προσπαθήσει να αποκτήσει ότι έχασε? ΤΙ ΗΤΑΝ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΑΠΩΛΕΣΕ? Την οικονομική άνεση. Τη δυνατότητα να είναι αξιοσέβαστο μέλος μιας κοινωνίας που αγαπάει τους "πειθαρχημένους νοικοκυραίους" Όμως τη γυναίκα του? Τα παιδιά του? Τους φίλους? Γιατί τους έχασε? Αυτός δεν είναι πάντα εδώ? Δεν έχει τα ίδια χέρια, πόδια, μάτια, σάρκα, κόκκαλα? Τι αγάπαγαν όλοι αυτοί? Τον Χ που είναι, ή απλά τον Χ που τους βόλευε?

Η ζωή του τις επόμενες μέρες, μετά το νοσοκομείο κυλάει σε πρωτόγνωρους ρυθμούς. Άφραγκος, ψάχνει μεροκάματο, να τη βγάλει για λίγο καθαρή. Βρίσκει μια δουλειά έξω από τη πόλη που ζει, σ΄ενα νησί που ζητάνε λατζέρηδες σ΄ενα ξενοδοχείο (καμιά σχέση με ότι μέχρι τώρα έκανε αλλά έχει μεροκάματο) Πάει σ΄ενα χώρο που δεν είχε γνωρίσει ξανά. Ούτε το νησί, ούτε πως δουλεύει κανείς λαντζέρης, ούτε πως είναι οι άνθρωποι που δουλεύουν μέσα στα μαγειρεία, οι καθαρίστριες, που καθαρίζουν τα δωμάτια, οι υπάλληλοι, ο ξενοδόχος. Το βάζουν να  μείνει σ΄ενα μικρό δωματιάκι μ΄αλλους τέσσερις. Στο τέλος της βάρδιας αρχίζει και κάνει παρέα μ΄ενα τρελαμένο θρησκόληπτο αλλά πολύ ωραίο τύπο, που παίζει κιθάρα και πιστεύει πως μιλάει με το θεό. Γνωρίζεται και με δυο αδέλφια,  που τον γυρνάνε στα μπαράκια του νησιού κι εκεί γνωρίζει πολλούς αλλόκοτους και παράξενους τύπους κι ακούει πράγματα που πριν θα του φαινόντουσαν εξωφρενικά, παλαβά αλλά που τώρα τα κάνει κέφι. Το ντύσιμο του έχει αλλάξει. Δεν υπάρχει κουστούμι πια. Ένα σορτς μια μακό μπλούζα κι ένα ζευγάρι πέδιλα.

Τα πρωινά πριν ξυπνήσουν όλοι και πιάσουν βάρδια, ξενύχτης από τα ξίδια και το πόνο που νοιώθει μέσα του να τον τρυπάει συνέχεια, τη γυναίκα του που έχει ξεκινήσει δικαστήριο και τα παιδιά του που του μιλάνε τυπικά στο τηλέφωνο, έχει βρει μια μικρή παραλία έρημη, και βουτάει στα νερά, εκείνος και κάτι γλαρόπουλα που πετάνε γύρω του. Ξαπλωμένος χύμα στην άμμο, κάτω από τον ήλιο που αρχίζει να καίει σιγά σιγά αρχίζει και κάνει μια περίληψη του τι έχει συμβεί, και ΤΙ ΗΤΑΝ. Κι ανακαλύπτει πως σ΄εκείνο το ροζ συννεφάκι δεν θυμάται ούτε ποιος τον έβαλε, ούτε πως ούτε από πότε βρισκόταν εκεί μέσα. Δεν μπορεί να θυμηθεί τι από όλα όσα είχε κάνει ήταν πραγματικά δικό του. Τη σχολή του την υπέδειξε ο πατέρας του για να πάρει την επιχείρηση που εκείνος είχε φτιάξει, τη Σούλα τη γνώρισε από το γυμνάσιο κι ήταν λες κι είχε κάνει από γεννησιμιού συμβόλαιο πως αυτή θα παντρευτεί. Τα παιδιά γίνανε στο τσάκα τσάκα, δυο όπως η Σούλα ήθελε, κι οι παππούδες οι γιαγιάδες είχαν αναλάβει εργολαβία συμβουλές κι υποδείξεις στο τι θα έπρεπε να κάνει. Οι φίλοι οι περισσότεροι συμμαθητές παλιοί και μερικοί συνεργάτες στη δουλειά που βρέθηκαν εκεί καθώς και  ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ καθόριζαν το τι έπρεπε να κάνει.

Θυμήθηκε πως του άρεσε τρελά η μουσική, ήθελε να μάθει πιάνο, αλλά ο πατέρας του για να του ικανοποιήσει τη τρέλα του με πιο φτηνό τρόπο του είπε πάρε μια κιθάρα κι αργότερα βλέπουμε για το πιάνο. Μια κιθάρα που ποτέ δεν έμαθε να παίζει γιατί δεν ΕΙΧΕ ΚΑΙΡΟ. Είχε και μια λόξα να γνωρίσει την Αίγυπτο και τις πυραμίδες, αλλά η Σούλα προτιμούσε την Ιταλία και το Παρίσι κι έτσι ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΚΑΙΡΟ. Ήθελε να χαζεύει ταινίες και να διαβάζει βιβλία αλλά εκτός από μερικές υπερπαραγωγές που πήγε με τα παιδιά, όπως πήγαν όλοι τις άλλες ταινίες που ήθελε να δει δεν τις είχε δει ποτέ γιατί ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΚΑΙΡΟ. Μικρός ήταν άτακτος μαθητής και διάβαζε ότι εξωσχολικό βιβλίο έπεφτε στα χέρια του,  (αυτό που βαριόταν του θανατά ήταν τα σχολικά βιβλία) . Με το πες πες όμως πως αργότερα όταν πάρει το πτυχίο θα έχει καιρό κι γι΄αυτά δεν ξανάπιασε βιβλίο "από τα άλλα"  στα χέρια γιατί ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΚΑΙΡΟ.

Αγάπησε άραγε ποτέ στ΄αλήθεια τη Σούλα σαν αδελφή ψυχή όπως λένε? Ήταν ο Δημήτρης ο ιδανικός κολλητός? Του άρεσε στ΄αλήθεια εκείνη η συνοικία με τους ξενέρωτους γείτονες που πήγαν κι έχτισαν το σπίτι? Το σημαντικότερο του άρεσε τελικά η επιχείρηση του πατέρα του που έγινε κι η δική του δουλειά? Βλέποντας τα όλα υπό το φως ενός νησιώτικου ήλιου, συνοδεία της κιθάρας του τρελαμένου που μίλαγε με το θεό, πίνοντας τα ξίδια του με κάτι παλαβούς στο μπαράκι το βράδυ, και με τη κούραση της λάντζας και του ιδρώτα που έριχνε  κάθε μέρα στο μαγειρείο στριμωγμένος ανάμεσα σε διάφορους "αποτυχημένους" μεροκαματιάρηδες συνειδητοποίησε πως όλα αυτά που ζούσε ήταν η ζωή ενός κοστουμιού και μιας γραβάτας.

Ούτε ο ίδιος, ούτε όσοι υποτίθεται τον αγαπούσαν ή τον σεβόντουσαν δεν είχαν βάλει χέρι να σκάψουν πιο μέσα. Ένοιωσε μια επιθυμία να βάλει το χέρι του μέσα στις σάρκες του και να σκάψει να βρει ότι κρύφτηκε εκεί  σε κάποια πολύ μακρινή εποχή, τότε που έκανε τα πρώτα του βήματα κι είχε φέρει εκείνο το αδέσποτο στο σπίτι που του απαγόρεψαν να κρατήσει..... Άρχισε να συνειδητοποιεί πως ίσως είχε ΑΠΩΛΕΣΕΙ όλα αυτά που δεν ήταν κι είχε μια μοναδική ευκαιρία να δει τι πραγματικά είναι. Τι θέλει ΕΞΩ ΑΠΟ ΚΑΝΟΝΕΣ ΚΙ  ΥΠΟΔΕΙΞΕΙΣ.

Τον πόναγε για τα παιδιά του, αλλά και γι΄αυτά ήταν μια ευκαιρία να γνωρίσουν ένα πατέρα που δεν θα τους έλεγε πια ψέματα, αλλά την αλήθεια. Γιατί τα είχε κάνει και είχε την ευθύνη να τα βοηθήσει να αποκτήσουν γνώση της ζωής και του εαυτού τους, ποιος Ο ΑΝΙΔΕΟΣ. Τι θράσος αλήθεια να θέλεις να γίνεις πατέρας όταν δεν έχεις καταφέρει να κόψεις τον ομφάλιο λώρο της υποκρισίας στον ίδιο σου τον εαυτό... Κανόνες, διδασκαλίες, συνήθειες, αντιλήψεις, άρχισαν να σκορπίζονται γύρω από τη ζωή του σαν χαρτοπόλεμος. Το αποκριάτικο πάρτι της ζωής του είχε μόλις τελειώσει, κι είχε μείνει μόνος, χωρίς μάσκα, αντιμέτωπος με το πρώτο σοβαρό ερώτημα.

Η πρώτη σοβαρή απόφαση ήταν να παλέψει να κερδίσει πίσω τα παιδιά του, και το σπουδαιότερο να παλέψει να βγάλει τα παιδιά του από το κλουβί που ο ίδιος τους είχε πει πως ονομάζεται ζωή. Να προλάβει να τους πει όσα δεν τους είπε μέχρι σήμερα. Να τους αρπάξει από πάνω τους όλα τα σκουπίδια που τους φόρτωσε πείθοντάς τα πως είναι σημαντικά πράγματα. Να τα ρωτήσει μήπως κάποιος θέλει να μάθει πιάνο, μήπως κάποιο θέλει να φέρει στο σπίτι ένα αδέσποτο. Να προλάβει να ρωτήσει τη Σούλα αν μπορεί να τον αγαπήσει χωρίς κουστούμι, κι απαντήσει όχι να την αφήσει ελεύθερη να τραβήξει το δρόμο της. Να πει στο πατέρα του πως φαλίρισε όχι γιατί ήταν ανίκανος, αλλά γιατί ποτέ δεν μπορείς να πετύχεις κάνοντας κάτι που πρέπει αλλά που δεν αγαπάς.

Να εξασφαλίσει ένα μεροκάματο, για να μπορεί να βοηθάει τα παιδιά μέχρι να βρουν το δικό τους δρόμο. Ο ίδιος είχε βρει το δικό του. Χωρίς αυτοκίνητο, περπατώντας, χωρίς κουστούμι και γραβάτα, με ρούχα που δεν τον στευνεόυν, είχε ένα σωρό πράγματα να κάνει κι ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΒΡΕΙ ΤΟ ΚΑΙΡΟ. Να βρει το τόπο που συναντάει ο φίλος του το Θεό, να ταξιδέψει στις Πυραμίδες, να κοιμηθεί σ΄ενα ξέφωτο κατάχαμα, να υιοθετήσει ένα αδέσποτο, να καεί από τον ήλιο, να βρει την αληθινή αγάπη σε ότι υπάρχει γύρω του. Δεν θα ήταν εύκολο, γιατί θα το κυνηγούσαν όσοι ορίζουν τις ζωές μας σαν μαριονέτες. Θα το κυνηγούσαν οι υποχρεώσεις για εκείνους που δεν φταίνε αν αυτός ανακάλυψε το τροχό στα σαράντα του, όπως τα παιδιά του, θα τον κυνηγούσαν οι υποχρεώσεις σε ένα κράτος που ορίζει α σύνορά του πάνω σ΄αυτούς τους κανόνες, θα τον κυνηγούσαν ηλίθιοι αριθμοί και ημερομηνίες όπως κάθε άνθρωπο φυλακισμένο σ΄αυτή τη παράνοια, αλλά τουλάχιστον θα είχε απαλλαχτεί από τις περιττές επιθυμίες, το ψέμα, την υποκρισία, τη μανία του να αγοράζει σκουπίδια, τη βλακεία του να πιστεύει σε άχρηστα και φτηνιάρικα πράγματα.

Άσε που κάποια βράδια, εκεί μπροστά στη σκοτεινή θάλασσα με το φεγγάρι να βουτάει μέσα της, του φάνηκε σαν ν΄ακουσε το θεό να του μιλάει....

Ίσως κάποιοι πιστέψουν πως το παραπάνω είναι ένα παραμυθάκι που χάσκει από πολλές μεριές, ένα όνειρο που δεν έχει καμιά σχέση με τη πραγματικότητα όταν ξυπνάμε. Το ίδιος θα νόμιζε και ο Χ λίγα χρόνια πριν το ζήσει. Το ίδιο πιστεύουν κι οι χιλιάδες φυλακισμένοι άνθρωποι μέσα στα ροζ κελιά που τώρα τελευταία αρχίζουν και γίνονται λίγο πιο...σκούρα. Για να γίνεις μια πειθήνια μαριονέτα, φοβισμένη και εξαρτημένη, δεν χρειάζεται να σου υποδείξουν τι πρέπει να κάνεις. Αρκεί να ξεχάσεις τι ήθελες να κάνεις και τι μπορούσες. Τα υπόλοιπα θα έρθουν μόνα τους. Όταν θεωρείς πως είναι αδύνατον να σπάσεις τις αλυσίδες, ακόμα κι αν στις βγάλουν από πάνω σου θα παραμείνεις με τα χέρια δεμένα...

Γιατί τελικά όποιος φοβάται να αποκτήσει αυτό ακριβώς που πραγματικά θέλει, θα καταντήσει να θέλει αυτό που δεν φοβάται...

Ο κ.Χ δεν είναι παραμύθι. Είναι χιλιάδες οι κύριοι Χ άντρες και γυναίκες γύρω που τα κατάφεραν. Άνθρωποι που δοκιμάστηκαν από το μνημόνιο της ζωής τους κι αποφάσισαν πως ακόμα κι αν στερηθούν, πεινάσουν, πονέσουν, δεν θα γυρίσουν πίσω, σ΄εκείνα τα πράγματα που εξ αιτίας τους χρεοκόπησαν σαν άνθρωποι. Είναι γελοίο να θέλεις να επιστρέψεις σε ότι κατάντησε τη ζωή σου έτσι. Είναι δειλό να πιστεύεις πως δεν έχεις άλλη λύση.  Το πρόβλημα ένα είναι. Μπορείς ν΄αντέξεις χωρίς το κουστούμι?

Μπορείς επί τέλους να πάψεις να φοβάσαι για την ΑΠΩΛΕΙΑ, εσύ που υπηρετείς συνέχεια μια τάξη πραγμάτων που οφείλει την ύπαρξή της ακριβώς στην απώλεια της δικής σου ελευθερίας?  Όλο αυτό το μόρφωμα που χαριεντίζεται να νομίζει πως είναι ο θεματοφύλακας της ανθρώπινης ζωής, ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΙ ΖΕΙ, χάρη στα εκατομμύρια ανθρώπων που ΑΥΤΟ ΒΡΗΚΑΝ ΑΥΤΟ ΞΕΡΟΥΝ. Στις εκατομμύρια ζωές που απλά όταν μεγάλωσαν ήξεραν πως πρέπει να δουλέψουν στην επιχείρηση του πατέρα τους, να παντρευτούν τη Σούλα, να αγοράσουν σπίτι στο τάδε προάστιο, να κάνουν δυο παιδιά και να πάνε διακοπές στο Παρίσι.

Θα καταρρεύσει μέσα σε 24 ώρες αν αυτά τα εκατομμύρια απαιτούσαν να μάθουν πιάνο και να κρατήσουν το αδέσποτο στο σπίτι....
Τόσο απλά.

Φυσικά ανάμεσα σ΄αυτούς που κατάφεραν να βρουν το δικό τους θεό, υπάρχουν αμέτρητες ψυχές που χάθηκαν μέσα στο φόβο, στο πόνο, στην απόγνωση. Υπάρχουν αμέτρητες ψυχές που δεν βρήκαν τη δύναμη να συνδεθούν με την αλήθεια της ζωής, της ύπαρξής τους.  Γιατί η πλάνη μέσα στην οποία ζούμε είναι τόσο βαθιά, τόσο παλιά που μόνο από ένα τυχαίο γεγονός ή ένα τεράστιο πείσμα μπορείς να τα καταφέρεις να βγεις έξω. Κι επειδή στους περισσότερους έχουν καταφέρει να τσακίσουν ακόμα και το πείσμα, (το οποίο είναι ο λόγος που ο άνθρωπος υπάρχει ακόμα πάνω στο πλανήτη...) ίσως ο μόνος τρόπος που μας έχει απομείνει είναι να αφουγκραστούμε τα τυχαία γεγονότα και να τα μεταφράσουμε με το σωστό τρόπο.

Πτωχεύουμε όλοι μαζί, μήπως είναι καιρός να αφήσουμε στο ταμείο ανεργίας όλα αυτά που μας οδήγησαν σ΄αυτό? Μήπως ήρθε καιρός να θυμηθούμε τι είμαστε και πόση δύναμη έχουμε μέσα μας για να αγνοήσουμε και τις απειλές και τη τρομοκρατία? Μήπως ήρθε καιρός ο Οδυσσέας να γυρίσει σπίτι?

Θυμάμαι πριν χρόνια, σ΄εκείνη τη φάση της ζωής μου, που γύρισε το μέσα έξω, μίλαγα με έναν άνθρωπο και του περιέγραφα διάφορα πράγματα με δραματικό τρόπο, λες κι ήμουν ηρωίδα σε κάποιο επικό δράμα, κι έλαβα μια απάντηση που στην αρχή με σόκαρε και μετά μ΄εκανε και γέλασα με τη ψυχή μου.

Ε και? Παρακάτω τι κάνεις. Ήταν τόσο αληθινός και συνειδητοποιημένος, ο τρόπος που ειπώθηκε αυτό το "ε..και?" που μ΄εβγαλε κατ΄ευθείαν μέσα από το έργο στην αίθουσα αναψυχής της ταινίας της ζωής μου, να τρώω πατατάκια και να χαζεύω τις αφίσες από τις επόμενες ταινίες, συνειδητοποιώντας πως όλο αυτό το έργο ήταν κάποιου άλλου. Εγώ νόμιζα πως είναι δικό μου. Ο ΤΡΙΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ, μου απάντησε έτσι γιατί έβλεπε πως ήταν απλά μια άλλη ταινία. Με έφερε στη θέση ΤΟΥ ΘΕΑΤΗ κι έτσι έπαψα να πιστεύω πως είναι το αριστούργημα που πρέπει να πάρει και Όσκαρ. Είδα τις κακοτεχνίες, τις ελλείψεις, τους λάθος πρωταγωνιστές, το προχειροφτιαγμένο σενάριο και κατάλαβα πως το ΔΙΚΟ ΜΟΥ έργο δεν μπορούσε να είναι μια τόσο ΛΑΘΟΣ ΤΑΙΝΙΑ.

Κι άρχισα να το γράφω όλο πάλι από την αρχή.  Αυτό που συμβαίνει σε όλους μας είναι πως παίζουμε στη ταινία που έχει γράψει κάποιος άλλος. Αυτό δε σημαίνει πως είμαστε ανίκανοι να φτιάξουμε τη δική μας. Πως θα το καταφέρουμε όμως αν δεν μας δούμε σαν τρίτος άνθρωπος? Εκείνος που στέκεται δίπλα σε εμάς και το καθρέφτη μας.

Ένας, κανένας, εκατό χιλιάδες έγραψε ο Πιραντέλο, σ΄ενα έργο που ολόκληρη η κατάρρευση του ψεύτικου οικοδομήματος ξεκινάει από μια παρατήρηση, σ΄εναν άνθρωπο, πως έχει μεγάλη μύτη.....
Είναι όπως μια παλιά αστεία ιστορία.  Όπου ένας νέος έψαχνε να βρει το νόημα της ζωής και ταξίδεψε μέχρι τη μακρινή ανατολή που του είπαν πως ένα σοφός, ξέρει. Κι όταν έφτασε εκεί είδε έναν γέροντα να κάθεται , κάτω  από ένα δέντρο και τον ρώτησε με αγωνία.

Ποιο είναι το νόημα της ζωής σοφέ άνθρωπε?

Εκείνος του έδειξε ΄ενα ποτάμι που έτρεχε πιο κάτω.

Τότε ο νέος απορημένος τον κοιτάζει και του λέει, "αυτό είναι το νόημα της ζωής?"

Και τότε πιο απορημένος ο γέροντας, κοιτάζει τον νέο και του λέει..."τι..δεν είναι?"


 http://vasiliskos2.blogspot.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: