΄΄ΟΙ ΒΑΡΩΝΟΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ΄΄
Χρίστος
Ε. Μαυρόπουλος
Χρονογράφημα
Κάποιες φορές στην αγορά βολτάρω και χαζεύω
τις μουριές, την πέτρινη, πελεκητή τη βρύση, τις παραμάνες, τα παιδιά, που
βιαστικά διαβαίνουν.
Τους γέροντες χαζεύω, που κουβεντιάζουνε
στους καφενέδες, κι άλλους που στέκουν σιωπηλοί και μόνοι…
Πάντα με “πλήγωναν” οι γέροντες πού ’χουνε
μείνει μόνοι.
Αυτοί που κάποτες φυλάξαν “Θερμοπύλες”, που
αγωνιστήκανε κι ονειρευτήκανε και τώρα τ’ αναθυμούνται όλα, τη σούμα κάνοντας
στα λαδωμένα τους κιτάπια.
Είναι και κάνα δυο, όμως ,ανάμεσά τους “παράωροι”,
με μάτια γκρίζα, θολερά, όψη στεγνή, ηλιοκαμένη και χέρια που αναδεύουν σαν τα
κλωνιά στον άνεμο και λεν πως δεν το βάναν κάτω! Αυτοί στον όργο ακόμα με το
τσαπί, με το σφυρί στη σκαλωσιά, σε συμφωνία μυστική, θαρρείς, με τη ζωή και
την αψάδα!
Παλιές οι “μηχανές”, τα “μέταλλα” γερά.
Μπορεί και νάν’ κι απ’ την ανάγκη… ίσως, όμως,
και να πιστεύουν πως μια “σύγκρουση” είναι κι όλη η νοστιμάδα της ζωής. Μια “σύγκρουση”
δουλειάς, χαράς και αγωνίας. Μια “σύγκρουση”, όπως αυτές που περιγράφουν τα
καλά βιβλία.
Κι η ίδια η ζωή είναι, άλλωστε, κι αυτή ένα
καλό βιβλίο, που άλλοι το διαβάζουνε με δίψα και λαχτάρα κι άλλοι απλά το
ξεφυλλίζουν!
Στους πρώτους ανήκουνε, θαρρώ, αυτοί οι δυο!
Σε κείνους που κάνουν τις ρυτίδες τους
περφάνεια και καμάρι τους. Σ’ αυτούς που
σίγουρα πατάν στο παρελθόν και γλυκοφέρνουν με το μέλλον .
Σ’ αυτούς που, αν ήσαντε και στη Βουλή, ίσως
και να τους έλεγαν “Bαρώνους”!
“Βαρώνους της πολιτικής”!
Εγώ όμως τους λέω “Βαρώνους” της ζωής!
Κι ας είναι στο λασπουριό και στο κουρμπέτι,
μέχρι να πέσει το κορμί σα δέντρο.
Κι ας έχουνε στη γλώσσα και στο λόγο τους,
ώρες-ώρες, “χαλίκια” απ’ το χρόνο και την ανημποριά!
“Βαρώνοι” είναι πολλοί κι είναι παντού, κι ο
πάσα ένας με το μπόι του και τα καμώματά του. Αυτά είναι τα στολίδια τους.
Κι ας λένε οι άλλοι…! Πάντα ο κόσμος λένε…
Λένε… κι ακόμα λένε πως πρέπει να
παραμερίσουνε , για να περάσει η νιότη κι η αψάδα!
Δεν ξέρω… Δε μπορώ σ’ αυτό απόκριση να δώσω.
Όχι πως δεν το θέλω και δεν το κατεβάζει το φεγγί μου, μα είναι που με
μπερδεύει εκείνη η ιστορία…
Μια ιστορία κι αυτή βγαλμένη απ’ το καλό
βιβλίο της ζωής.
Θα σας την πω, για να μην περάσει απ’ το νου
σας πως το φεγγί μου δε φτάνει στ’
αψηλά, κατά πως μου λένε κάποιοι!
Παλιότερα, τότε που ήταν πιο σκληρή η ζωή
και λογαριάζαν το φαγί και ρίχνανε τους γέρους σε καταπιόνα μαύρο, ένα
παλληκαράκι το γέρο του πολύ αγαπούσε και σήκωσε μπόι και φωνή κι είπε πως ο
δικός του ήτανε σοφός!
Σοφός, γι αυτό και χρειαζούμενος στα σχέδια
και στις στρατηγικές της μάχης. Αντίβαρο κι αντίπαλος στα πονηρά τερτίπια του
εχθρού.
Τον άκουσε, λοιπόν ,και τον πίστεψε η
επιτροπή κι είπανε μια ευκαιρία να του δώσουνε.
«Πέστου, αν είναι σοφός, ένα κολιέ να μας σκαρώσει από άμμο ψιλή,
θαλασσινή για την αρχόντισσά μας», τον πρόσταξε τότενες ο πρόεδρος με ύφος
πονηρό.
Ο νιος μονοστιγμής κοκκάλωσε! Τι σόι
παραγγελιά ήταν αυτή! Γίνεται να φυλακίσεις τον αγέρα, το νερό, την άμμο, που ‘κείνη
η διαβολεμένη σα φίδι ξεγλιστράει ακόμα και μέσα απ’ τα δαχτύλια σου;
Γύρισε στο σπίτι κατασκασμένος, κατέχοντας
πως πάει πλιόνε, δεν το γλιτώνει ο πατέρας του, έτσι που του γυρέψανε το
άφτιαχτο να φτιάσει.
Σαν
έφτασε, όμως, και εξιστόρησε στον πατέρα του
το κακό που τους βρήκε, εκείνος ,δίχως πολύ να το συλλογιστεί, τον
αγαντάρησε με γλύκα και υπομονή.
«Μη χολοσκάς, μονάκριβέ μου γιε, κι άιντε και πες τους να σου δώσουνε
ένα δείγμα!!!»
Το τι απόγινε, το φαντάζομαι. Κι όσο για την
ιστορία, ότε που τη θυμάμαι, σέβομαι πιότερο τους γεροντότερους από την αφεντιά
μου, πράμα που δεν κάνει ο υπουργός υγείας ,ακριβαίνοντας τα φάρμακά μας, λες
και βιάζεται στο μαύρο καταπιόνα να μας ρίξει, πριν την ώρα μας!!
Κι ας είμαστε
χρειαζούμενοι, ίσως και… σοφοί!
1 σχόλιο:
Κύριε Χρίστο είσαστε σπουδαίος άνθρωπος!
Πολύ Σπανίως
Κ.Π.Καβάφης
Είν’ ένας γέροντας. Εξηντλημένος και κυρτός,
σακατεμένος απ’ τα χρόνια, κι από καταχρήσεις,
σιγά βαδίζοντας διαβαίνει το σοκάκι.
Κι όμως σαν μπει στο σπίτι του να κρύψει
τα χάλια και τα γηρατειά του, μελετά
το μερτικό που έχει ακόμη αυτός στα νειάτα.
Έφηβοι τώρα τους δικούς του στίχους λένε.
Στα μάτια των τα ζωηρά περνούν η οπτασίες του.
Το υγιές, ηδονικό μυαλό των,
η εύγραμμη, σφιχτοδεμένη σάρκα των,
με την δική του έκφανσι του ωραίου συγκινούνται.
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)
Πολύ Σπανίως (ανάγνωση)
Δημοσίευση σχολίου