Χτικιάρης έμοιαζε νά 'ναι ο Διαμαντής.
Χλωμός, λιγνός και μ' ένα ψιλοκίτρινο στο άσπρο των ματιών του.
Είχενε κι ένα γκούχου-γκούχου κάθε τόσο άξαφνο, βαθύρριζο, καμπανιστό, που τράνταζε τ' αχαμνά του στήθια.
Τον άκουγε το σινάφι του στο γιαλό και κρούβονταν του θανατά. Όλοι τους συλλογιούνταν, πως τούτο σίγουρα ήτανε χτικιό.
Και το ξερό του το κεφάλι, δεν έλεγε να ξεμακρύνει απ' το γιαλό.
Του τό 'λεγαν να πάει σε βουνό. Εκεί που ο αγέρας καθάριος, ξεπλυμένος απ' την αχλύ και το βαρύ ανασασμό της θάλασσας.
Μα αυτός εκεί. Με το βαρκάκι του, ατός του να
γιατροπορεύεται πότε στους φυκιάδες αναμασώντας τα μακρολέπιδά τους,
θαρρώντας πως το βάμα τους του έκανε καλό και πότε γονατιστός
σταυροκοπιούνταν στης Παναγιάς το κλησαράκι, την έγνοια της γυρεύοντας
και τ' ουρανού το βοηθό.