Πέμπτη 10 Μαΐου 2012

ΟΙ ΞΩΤΑΡΗΔΕΣ ΤΟΥ ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ !

Με την ευγενική βοήθεια του Γιάννη Λουκά σας παρουσιάζουμε σήμερα ένα μοναδικό κείμενο του Χρίστου Μαυρόπουλου.

 Κάθε σχόλιο απο μέρους μου θα ήταν πολύ λίγο μπροστά στο λογοτέχνημα του Μαυρόπουλου. 

Απλά απολαύστε το 

 

ΟΙ  ΞΩΤΑΡΗΔΕΣ  ΤΟΥ  ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ !

Χρίστος  Ε. Μαυρόπουλος
Δρόμος   ο  Παρνασσός  για ντόπιους  και  ξενομερίτες.
Για  ‘κείνους   που ερχόσαντε  απ’ την  ΑΓΟΡΙΑΝΗ,  και  τράμπα
κάνουν  τις  σοδειές  τους, πατάτες,  κρεμμύδια, φασόλια, δαμάσκηνα,
μπομπόλια  χωματίσια, με  λάδι  ΑΡΑΧΩΒΙΤΙΚΟ,  αγνό, που  πάντα  περίσσευε
στους  συντοπίτες  μου.
Τους  άλλους  απ’ τη ΔΕΣΦΙΝΑ,
που  ‘φέρναν  άχυρα  στα  γέργαθα,  για  όσους  είχανε  μουλάρια  στο κατώγι.
Το  ΝΤΟΥΛΑ,
τον  κοντακιανό,  π’ αλαφροπάταγε  κι  ερχόταν  απ’ το  ΣΤΕΙΡΙ,
περιχουγιάζοντας  στην  αγορά,  κοτόπουλα  κι  αβγά  πουλώντας.
Τον  ‘ΠΑΜΕΙΝΩΝΤΑ,
τον  κοκκινοτρίχη,  με  το  ταξί  του, που ‘ φερνε   παγοκολώνες   για  τα νοικοκυριά
και  ψάρια  απ ‘ την  ΙΤΙΑ.
Τους   άλλους,
όλους  εκείνους  τους πραματευτάδες,  της   ρούγας  γυρολόγους,  που
πιότερο  τα καλοκαίρια  ερχόσαντε  και  με  λιανοκουβέντες,  ‘ παίνιες,
και  με δόσεις,  πουλάγανε  ντρίλια,  χασέδες,  βελούδα , αραχνοπάνια,
τσελβόλια,  προίκες  για  τις  ανύπαντρες,  ροδοστάματα , και  μοσκομυρουδιές
για  τα  κορτσούδια, σκόνες  για τα μπακίρια, για τα δόντια, τσατσάρες,
τσακμάκια  λουστράτα  και  μαυρομάνικα  μαχαίρια, για αρχόντους
του  μεζέ  και  για  τα  χασαπάκια !
Δρόμος  και  για  τους δικούς μας,  που με  τα  ζα τους  λάδι  φορτωμένα
αρκάτοι  από  το  ΖΕΜΕΝΟ  περνούσαν  κι  απ ‘ το  ΚΑΤΩ  ΧΑΝΙ,  τραβώντας  για τα
καμποχώρια, τράμπα  να κάνουν  τη σοδειά τους   με στάρι και κριθάρι !
Δρόμος  ο  Παρνασσός,  μα  και  ζωή, για  τους ξωτάρηδες,  τους  τσοπάνηδες,
που  στίψανε  την πέτρα,  στο  άγριο  τοπίο, ώσπου  να  βγάνει, να γίνει  χώμα
και   ζουμί, ν’ ανθίσει  η σκληρή  μας  γη,  τα “ πράματα”  να  κυλιστούν, και  να  χορτάσουνε
στη  χλωρασιά, να  ξεκουβαριαστεί  η  δόλια  τους  ψυχή !
Μικρός,  τους  νόμιζα  κι αυτούς  ξενομερίτες,  που  κατεβαίναν  στο  χωριό,
το  γάλα, το  τυρί, το κρέας  να  ξοδιάσουν.
Ώσπου  μια μέρα  ο πατέρας  μου  διαφώτισε  το  φεγγί  μου !
« Δεν  είν’  γυρουλόγοι,  πραματευτάδες. Ανθρώπ’  δ’ κοί  μας  είν’ ! Ντόπιοι
που  βόσκ’νε  “ τα πράματα” στον Παρνασσό,  τσι  κατεβαίν’  στου  χουριό !»
Μιαν  άλλη  με πήρε  και στον κούρο !
Δεν   ήξερα, μα  είδα  κι  έμαθα… και  τι  δεν  έμαθα !
Πώς  κουρέβανε  με “ γμαροψάλιδα”  οι  ξωτάρηδες  σκυφτοί. Πώς  στρώναν
καταγής  τ’ αγριωπά.  Πώς  σακκιάζαν  τα  μαλλιά  και  πώς  τα  φλωρολογάριαζαν.
Πώς “ κόβανε”  τ’ αρνί,  πώς  το ψένανε  και  πώς  το γλυκοτρώγαν,  πίνοντας
το  μπρούσκο  το κρασί !
Και  στο κατόπι  ο τσέλιγγας  μπροστάρης  στο χορό, ψηλός, στεγνός,
κορμί  ακάματο,  γερό, θαρρείς  βγαλμένο  από  τεχνίτη  Ταγιαδόρου  χέρι !
Μουστάκια,  γένια  και  μαλλιά  δασιά, σαν  του βουνού  τη χλωρασιά, όμοια  βουνίσιου
πρίγκηπα, και  δαχτυλιδωτά.
Ματιά  γυπαετού, που  “έκοβε”  ως  πέρα  μπρατσέρες, τρεχαντήρια,
που  αρμενίζανε  στο  πέρασμα του Κορινθιακού !
Καμζολοφορεμένος, τσαρούχια  με  φούντες  αξανάγλιστες, και
κάλτσες  άσπρες,  χοντροπλεγμένες  μακριές, ως  πάνω  στα  λαγκώνια,
με  τα λιανόφουντα  σ τις μαύρες  γονατάρες, να σιούνται, να λυγιούνται,
κάθε  που  στράκες  έκαν’  το  τσαρούχι  του  απ’ το βαρύ του χέρι, στ’απανωτά
τσαλίμια  του  χορού !
Κι  ότε που έπεσε  ο ήλιος  και  η αποστασίλα  βάρυνε τα κορμιά,
ο  μπάρμπα – ΓΙΑΝΝΗΣ, ο  ξωτάρης,  κόνεψε  σιμά  μου, στο “ κτσούρι”
που  καθόμουνα, κι  άρχισε  το δασκάλεμα:
« Έχνε τσι  γίδες  τη  φυλή τ’ς. ‘Οπους  τσ’ ανθρώπ’ !  Σκαρών’  τσι
φαμιλιές. Η  Μάννα, τα  πιδιά, τσι  η γριά. Τσ’  έχνε  τσι  φτιασιά, στουλίδια,
τσ’ ουνουμασιά !  Να  τούτ’ δω  τ’ν  παρδαλή ,με τα σταχτιά τα τσέρατα,
τ’ν  λέμε  Κουρούτα !»
Πάνε  χρόνια από  τότενες…
Σκαπέτισε  πια η  νιότη απ’  το  κορμί  μου, αβγάτισε  η  χοληστερίνη,
βράζουν  τα  μέσα  μου  απ’ το τσιγάρο, ασπρίσαν  τα μαλλιά μου,
θαμπώσανε  οι θύμησες,  και,  ευτυχώς,  που  ο καλός  ερευνητής,
ΛΟΥΚΑΣ  ΠΑΠΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ,  έψαξε,  βρήκε  το  κιτάπι  του  μπάρμπα – ΓΙΑΝΝΗ ΚΕΝΤΡΟΥ,
του  ξωτάρη, κι  έτσι  τώρα  διαβάστε  και  θαμάστε  την τάξη,  τη σειρά
σ’ ενός  ξωτάρη  το κοπάδι !
·         Γκιόσα  =  μαύρη καφέ.
·         Κόρπα  =  μαύρη.
·         Κουρούτα  κάλεσα  =  έχει κέρατα  και  η  μουσούδα  μαύρη.
·         Λάγια  =  μαύρη.
·         Γμαρολάγια  =  γκριζόμαυρη.
·         Κουρούτα  =  με κέρατα  παρδαλή ( ασπρόμαυρη).
·         Μπούτσκα  =  καφέ  ανοιχτό.
·         Τσούλα  βάκρα  =  με μικρά αυτιά, μαύρο  σημάδι στο κεφάλι.
·         Μπελλοκόκκινη  =  άσπρη  με κόκκινα  σημάδια στη  μούρη της.
·         Λάγια  τσομυτή  Ραβανί  =  μαύρη με  άσπρο  σημάδι  στο πρόσωπο.
·         Ραβανί  =  ασπρόμαυρη.
·         Φρούσα  =  μαύρη   με άσπρο  σημάδι  στη μύτη.
·         Τσούλα  σπανή  =  μικρά αυτιά  και  κοντό τρίχωμα.
·         Βάκρα  σίβα  =  μαυρόασπρη.
·         Ρομπλάτι  =  με  μεγάλα  μαστάρια.
·         Φλαμουρί  =  ασπρόμαυρη, πιότερο  άσπρο.
Περί   Μαρκάλου…
ή, αλλιώς, ημερολόγιο  Βατέματος, για  να ξέρει  ο τσοπάνης
πότε  θα γεννήσει  η κάθε μια !
15   Ιουλίου   γκαστρώθηκε  η   Κουρούτα –κάλεσα, στέρφη  από  γάλα.
20        >>                >>           η   Κόρπα  και  η  Παλιολιάρα.
20        >>                >>          η    Παλιολάγια  από  τα  Διστομίτικα.
22        >>                >>           η   Γμαρολάγια.
24        >>                >>           η   Λάγια, που  έχει  την  ελιά  στα  καπούλια.
26        >>                >>           η   Κουρούτα  η  παρδαλή, η  πρώιμη.
26        >>                >>           η   Κάλεσα  η  όψιμη,  που  έχει  το  γάλα  από  τα Διστομίτικα.
27        >>                 >>           η   Μπούτσκα  ή  δευτερόγεννη.
27        >>                 >>          η  Λάγια, η  μεγάλη  της  Μαριώς.
27         >>                >>          η  Παλιοκάλεσα, η  ανταρτίνα.
29         >>               >>           η  Μπελλοκόκκινη  ή  τριτόγεννη.

Γράφει  κι  άλλα  ο μπάρμπα – ΚΕΝΤΡΟΣ  στο  κιτάπι  του, που δε  χρειάζεται  εδώ
να  σας  τα’ μολογήσω.  Κι  αν  ‘ξόδιασα  το  χρόνο σας  με  τούτο  το γραφτό, είναι
γιατί  θέλω  όλοι  καλά  να  το  νογήσουμε,  πως  οι ξωτάρηδες  του  Παρνασσού
εκείνο   τον καιρό, μες  στα  ψηλαγναντέματά  τους  και  μες  στη μοναξιά τους,
δεν  ήσαντε  “ αγρίμια” , που  σεργιάναγαν  σε ξέλακκα,  σε ράχες , σε φαράγγια,
μονέ  νοικοκυραίοι, με  φαμελιές, τάξη, σειρά  και  φαντασία, γι’ αυτό  και  τόσα
ωραία   ονόματα, φυλές, σημάδια  και  περιγραφές  στα  ζωντανά.
Γι’ αυτό  κι η φορμαγέλα, έργο τέχνης,  γεύσης  και  νοστιμιάς
του  Παρνασσού  η φέτα, μεζές  λαχταριστός  το κρέας,  ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ  τ’ αρνί
και  της γυροβολιάς !
Πολιτισμού  δοξαστικό  κι  αυτό, ανθρώπων  και  του  τόπου μας,
μες  στης  ζωής  τον ωραίο  πηγαιμό!

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Συγχαρητήρια κύριε Λουκά. Με συγκίνησες πρωί - πρωί γιατί έχω άμεση επαφή με την δύσκολη . Περιμένουμε κι άλλα αν έχεις.

Ανώνυμος είπε...

K A T A Π Λ Η Κ Τ Ι Κ Ο! Τόσο περιγραφικό, πλημμύρισε η οθόνη του υπολογιστή εικόνες!