Χρίστος Ε. Μαυρόπουλος
Άνοιξη, χρώματα,
μοσκοβολιές, αμπέλια καταπράσινα,νιοβλάσταρα με βιάση, νερά, πουλιά με ήχους
γιορτινούς, κουδούνια και βελάσματα, τα πολεμάρματα βουβά- έχουν τελειώσει πια
οι δυο οι πόλεμοι- και στο μικρό μας το χωριό ξωτάρηδες τα “ πράματά” τους
ανεβάζουν στο βουνό !
Κι εμείς, παιδιά
στην πρωϊνή του σκολειού μας προσευχή, κάτω από του ρολογιού το βράχο, με τον
πολύκλωνο κισσό, με τις ψυχές μας να τολμάν στο όνειρο, τα μάτια όλο φωτιά,
σ’ένα πρωτόγνωρο συνερισιό για μάθηση, για φως, στο νου και στην καρδιά !
Και οι δάσκαλοί
μας, Λαμπροχριστιανοί κι ωραίοι, μα χιλιοταλαιπωρημένοι κι αυτοί -δυο μήνες το
σκολειό κλειστό, τρεις μήνες ανοιχτό – με ξανοιχτική ματιά, δίχως βιασύνη, να
μας κοιτάνε, τα πράματα ζυγιάζοντας και την κατάσταση, την καντιασμένη μας ως
τότενες ζωή, γι’αυτό κι ευτύς μετά την προσευχή μάς βάνανε “ φωτιά”.
Το φώναξε η κυρία
Καίτη και… Ω! του Παρνασσού έμορφα γκριζοκότρωνα και σεις αραχνοστόλιστες
νεράιδες ! Θεοί της πέτρας, των νερών, πώς έτσι ευτύς, ξηγήστε μου,
αναφουφούδιασαν τα μέσα μας κι όλον τον κόσμο στα ξάφνου αγαπήσαμε, κι ας
είχαμε δοκιμαστεί οι παιδικές μας οι καρδιές σε νύχτες και σε μέρες τραγικές !
Μας μοίρασαν, πριν
ξεκινήσουμε, θυμάμαι, τη “μπίλια” με το μουρουνόλαδο (για την αβιταμίνωση ), το γάλα στο κατόπι
(γαλατάλευρο) σε κύπελλα που φέρναμε από το σπίτι μας, γι’αγάντα και
γι’αργότερα το κίτρινο λαστιχωτό τυρί της UNRA, θρεψίνη σε κουτί για τέσσερεις, και ξεκινήσαμε
να βγούμε απ’το χωριό για της ΑΓΙΑ- ΤΡΙΑΔΑΣ το ‘ξοχόκλησσο, το δρόμο
παίρνοντας, που σα ζωνάρι έκοβε τον τόπο μας στα δυο !
Μέχρις εκεί θα
έφτανε η πρώτη μας, μετά από χρόνια, εκδρομή !
Εκεί ,που τα
συφοριασμένα χρόνια των πολέμων οι πατεράδες μας φυλάγανε σκοπιά !
Στον πηγαιμό μας,
μας πλήγωναν τα όσα ορφανεμένα, ρημαγμένα και καημένα θωρούσαμε ζερβά- δεξιά,
μα κι απ’ την άλλη γλυκαίνανε τα μέσα μας, καθώς φίλοι, γειτόνοι, συντοπίτες,
βρισκόσαντε επί τόπου και καθαρίζανε τον τρόγυρο από τα μέταλλα της φωτιάς και
παραστέκανε στο χτίσιμο, στο μαστόρεμα σπιτιώνε και στις ανάγκες, στα
χρειασίδια της ορφάνειας.
Σα φτάσαμε στης
ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑΣ το εμορφοκκλήσι, η χλωρασιά η παχιά, η δροσερή, τα ανοιχτά
λουλούδια, το βλέμμα μας π’αλάργευε ανεμπόδιστο και άγγιζε τον Κορινθιακό, οι
αμυγδαλιές στον τρόγυρο π’ανηφορίζανε ψηλά ως τον Παρνασσό, της “ Μάνας” η
τραχειά κατεβασιά, σπανή μα και ξεχωριστή, ήτανε της Πατρίδας μας, θαρρώ, η
εμορφιά, που έβγαινε να μας καλοδεχτεί !
Κι έγνοια μας πρώτη
στην εκκλησιά να μπούμε και να προσκυνήσουμε. Κι έτσι που μπαίναμε ένας- ένας,
θυμάμαι, στην πόρτα έστεκε η δασκάλα μας, η κυρία Άννα, και μας καλοτηρούσε στα
μάτια έναν- έναν και στο πρόσωπο, κι όπου θωρούσε “ συγνεφιά”, μούτρα
κατεβασμένα, με το γλυκό της φέρσιμο και με πρεπιά Μάνας κι έγνοια, θαρρείς,
ιερωμένης, ψαχούλευε τα σώψυχά μας κι έβρισκε, γιάτρευε τα κατημέρια μας, μια
κι ήμασταν πολέμων τα παιδιά !
Θυμάμαι μας έλεγε :
« Το κάθε
εξωκκλήσι, παιδιά μου, είναι η παρηγοριά μας. Κι όλα μαζί του Παραδείσου μας τα
θεμέλια !»
Όμως, εμάς ο νους
μας στο τσιλίκι, στα “ πούσια”, στο κυνηγητό, στο πέταγμα της φτερωτής και στο
κρυφτό !
Μονάχα η Αφροδίτη,
η συμμαθήτριά μας η αισθαντική, είχε κάτι παράξενο στο φέρσιμό της, σαν το
φεγγάρι, που μια το έβλεπες γιομάτο, την άλλη να λιγεύει !
Ακόμα κι εκείνη της
εκδρομής τη μέρα, που τ’ανεμόχολο απ’τις φωνές και τα τρεχαλητά μας
βουρλίζονταν στον τρόγυρο, εκείνη άλαλη και σοβαρή στόλιζε την κάθε τρούπα στης
εκκλησιάς τα τοίχια, που όλοι ξέραμε πως ήσαντε από τις μάχες, απ’τα βόλια, με
μαργαρίτες, κρινάκια, σπαρτολούλουδα, θαρρείς και άναβε μνήμης κεριά χρωματιστά
σε άγνωστους νεκρούς !
Και πώς στ’αλήθεια
εμόρφιζε η λουλουδοστολισμένη εκκλησιά, θαρρείς στο φως σα ζωγραφιά !
Κοντά στο γιόμα,
σελαγητά, κυπροκούδουνα, βελάσματα ξαφνιάσανε τ’αυτιά μας.
Μια στρατιά
ξωτάρηδων από τα χειμαδιά της ΓΟΣΚΙΑΣ, της ΑΚΟΝΑΣ και του ΠΑΛΙΟΠΥΡΓΟΥ ανέβαζαν
τα κοπάδια τους στου Παρνασσού τα βοσκοτόπια.
Παλιά συνήθεια ,από
την εποχή του Αυτόλυκου, που κυβερνούσε τον τρόγυρο του Παρνασσού και
περηφανευότανε για τ’αμπέλια και την κτηνοτροφία του και που αργότερα πάντρεψε
την κόρη του, την Αντίκλεια, με της Ιθάκης το βασιλιά Λαέρτη κι απόχτησαν τον
Οδυσσέα, που όλοι καλά γνωρίζουμε !
Έτσι, από γενιά σε
γενιά περπάτησε η ανάγκη ν’αλλάζουν βοσκοτόπια οι ξωτάρηδες, σαν τα πουλιά
π’αλλάζουν τόπο και φωλιά, την εμορφιά, τον πλούτο κελαηδώντας και τη
δικαιοσύνη του Θεού στη γης σε ίσια μοιρασιά σ’ανθρώπους και σε ζωντανά !
Ποιος, όμως, από
μας μπορούσε κάτι τέτοιο τότενες να καταλάβει;
Παιδιά εμείς ακόμα
και το συναξάρι της ζωής μας δεν είχε μήτ’αράδα !
Εμείς, που με τα
μάτια μας να χρυσίζουνε στον ήλιο, τα χέρια μας να υψώνονται, να πέτουνται, λες
κι είχανε φτερά, κι ο νους μας από μάθηση σε μάθηση, από παιχνίδι σε παιχνίδι,
χαράζαμε καινούριο, ωραίο δρόμο σε μια αναστημένη ΕΛΛΑΔΑ για τις ταραγμένες μας
ψυχές.
Για τις καρδιές μας
τις μπερδεμένες απ’τις πολλές, της κάθε μέρας τις δύσπεπτες εικόνες, χαμένες
μες στων καιρών τις αλλαγές !
Ήταν στ’αλήθεια
βάλσαμο εκείνη η αξέχαστη εκδρομή !
Ριζοκλωναράκι στην
καρδιά μας, χρυσής ελπίδας φύτρο !
Νεράκι σε αγνό
ανθώνα, κάτω απ’τα πεύκα και τα κυπαρίσσια
της ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑΣ,
που ρίχνανε τον ίσκιο τους στη γης !
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου