Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014

Μ’ ΑΡΕΣΕΙ ΝΑ ‘ΝΕΙΡΕΥΟΜΑΙ …,






Χρίστος  Ε. Μαυρόπουλος





       τούτες τις δίσεχτες τις μέρες.

Μ’ορθάνοιχτα τα μάτια και λάσκα τις ανασαιμιές μου.

Αργά να μπαινοβγαίνει ο αγέρας στο κορμί μου, κι αυτό

αγάλι- αγάλι να δουλεύει σαν εκείνες τις παλιές, τις σιδερένιες μηχανές,

που βγάζανε δουλειά με ρέγουλα κι αγόγγυστα

για χρόνια, για καιρούς.

Δίχως στριγγλιές και γρούζματα.

Δίχως πολλά λαδώματα και φύσια με καλώδια, που ανεβάζουνε

το βούρλισμα και τους λογαριασμούς της έγνοιας.

Μ’ ένα μονάχα απλό κι ανάριο γρούξιμο ν’ακούγεται

απ’ τον ιμάντα της καρδιάς μου, καθώς σβουρίζει στα ράουλα

του κόσμου!



Μ’ αρέσει να ’νειρεύομαι τούτες τις μέρες του καινούριου χρόνου,

πως γίναν πλιόνε οι εκκλησιές ΝΑΟΙ κι οι Δεσποτάδες

ταπεινοί!

Ακριβοδίκαιοι οι Δικαστές και οι γραμματοδιδάσκαλοι

σοφοί!

Και τα κατά καιρούς γκουβέρνα μας, πως είν’ κι αυτά

στο μπόι της καρδιάς μας.

Κι όσο για τ’άλλα, τα προηγούμενα, εκείνα τα φανταχτερά,

τ’αρρωστημένα, π’αρέσανε σε κακοτράχαλα μυαλά… Αυτά που στραφταλίζανε

στο φως, σάμπως πομπής αστραποβόλημα αρχοντοκεφαλάδων – βασιλίσκων,

πάνω σε άσπρα αλόγατα με χιούτες στολισμένες…

Αυτά θωρεί τα η αφεντιά μου κίβδηλα… άχρηστα μεγαλεία και όνειρο κακό,

που, σαν ξυπνήσει, θα χαθούνε!




Μ’αρέσει να ’νειρεύομαι τούτες τις μέρες του καινούριου χρόνου,

πως όλοι έχουνε ψωμί, πιοτί, δουλειά.

Πως δεν υπάρχει μοναξιά!

Και τα παιδιά με τα μεγάλα μάτια, τ’αχτένιστα μαλλιά,

πως παίζουνε στο χώμα λασπωμένα, χαρωπά, με τα γυμνά τους χέρια

σπρώχνοντας την ηλικία τους και τα όνειρά τους στους καιρούς!

Κι αυτούς, τους άλλους που “φύγανε” νωρίς-νωρίς στις μάχες

και στα όχθρητα με τους στυγνούς εμπόρους, αυτούς να τους ’νειρεύομαι

μ’αρέσει σα μπροστάρηδες… «ως ρωμαλέους κι ατενείς πολεμιστές

μιας πάλης δίχως τελειωμό.»



Μ’αρέσει να ’νειρεύομαι και να σωπαίνω.

Πώς, όμως, και σήμερα να το κάμω, τώρα που όλα τρέχουν με πρεμούρα

κι η γεύση της ζωής γλυκόπικρη κι ανέσπερη!

Τώρα ,που μεγαλώσαν και τα νύχια μας και κόβουν σα μαχαίρια,

τα μάτια που κοκκίνισαν, τα πάθια που αβγάτισαν, τα χέρια που υψώθηκαν,

«βρέχει και όξινη βροχή», κι είναι χιλιάδες τα παιδιά ξεσκέπαστα και πεινασμένα,

όπως το 1946, ’47, ’48 ,κι αργότερα, το 1958, ’59, ’60, ’61, και σήμερα, στα 2012, ’13, ’14,

που στα σκολειά λιποθυμάνε από την πείνα κι οι μάνες τους κλαίνε πιότερο

κι απ’όσο τους γύρεψε ο Θεός.

Δεν ξέρω πλιόνε γιατί στην ΕΛΛΑΔΑ μας «όλα αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν»,

κατά πως λέει κι ένα τραγούδι.

Ίσως να ξέρουν τα παιδιά, που πλιόνε μεγαλώνουν δίχως όνειρα!



Κι όμως, εμένανε μ’αρέσει να ’νειρεύομαι,

κι ας με μπερδεύουν οι καιροί, των αρχοντοκεφαλάδων και των πολιτικών μας

τα καμώματα, και λέω μες στο όνειρό μου

πως, όπου νά ’ναι, θα βγει η ΠΑΤΡΙΔΑ μου από το μαύρο χειμασμό,

την αποσύνθεση και τη φθορά των αξιών, και πως αγάλι-αγάλι

μια μηχανή θα γίνει από ’ξαρχής, σαν τις παλιές, εκείνες τις καλές τις μηχανές,

κι όλα πως τάχατες στα σώψυχά της αργά και στέρια θα δουλεύουνε…

Σαν τα παλιά κι ωραία, εκείνα του τοίχου τα ρολόγια…

Σάμπως αλόγων καλπασμός, αργός και ρυθμικός, «στις αμμουδιές του Ομήρου

ως πέρα και μακρύτερα ως μέσα στη Βακτριανή!»

Δεν υπάρχουν σχόλια: