Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2014

Το όνειρο!

 


Μαυρόπουλος Χρίστος
 
Αναθυμούμαι, στα πρώτα χρόνια της ζωής μου, η αγροτιά, η εργατιά, οι χιλιολογίες και μαστόροι και τ' ακριβοταγισμένα αφεντικά, κατέβαιναν αχάραγα στην αγορά.
Στους καφενέδες να πιούν καφέ, ν' αλλάξουνε κουβέντες, να συνταιριάξουν της μέρας τις ανάγκες, να ραγιαστεί στο μεροκάματο η εργατιά, οι μαραγκοί, οι τσαγκάρηδες και οι πεταλωτήδες να πάρουνε τα χρειασίδια τους από τα μαγαζιά, που ήσαντε κι αυτά ανοιχτά και στο κατόπι με το ρόδισμα της μέρας στου Παρνασσού το φρείδι, τραβούσαν για τα σπιτικά τους να πάρουνε τα ζα, κι αγάλι, αγάλι να κατηφορίσουνε στα λιόδεντρα που ανεβαίνανε ως του χωριού την αμπασιά!

Χρόνια παλιά, που το ψωμί φλυκό!
Κι ας ήταν λιγοστό.
Το γλύκαιναν το μοίρασμα της έγνοιας και το συνερισιό των αγαθών νοικοκυραίων!
Κι ήσαντε τότενες αναθυμάμαι και τέσσερις, πέντε αρχοντογεννημένοι κεφαλάδες, με τους ατέλεωιτους  χτημιώνες και τις βαριές περιουσίες που κουμαντάριζαν τον τόπο!
Κι όμως ομογνωμούσανε το πιότερο με την πλέμπα και τα γεννήματα αλλού πολλά κι αλλού λιγότερα, μα πάντα για όλους υποφερτά.
Κι είχανε και μέσα στ' άλλα και τράτο για να ομειρευτούν!
Να πεταρίσει κι ο νους και η καρδιά τους, έτσι που αγάλι, αγάλι καιροί ξημέρωναν αλλιώτικοι.
Στη μεταπολεμική Ελλάδα. "Να πέσει ο κουρνιαχτός, ο κόσμος να μερέψει, να στραταρίσει η ειρήνη, η λευτεριά, να βρούνε δρόμο τα παιδιά, να ονειρευτούν, να βάνουν στόχους και ν' αγωνιστούν και να κερδίσουν τον ωραίο αγώνα της Ζωής".
Πάντα το όνειρο αναβάσταζε την καρδιά τ' ανθρώπου!
Όπως αυτό του γέροντα στο "ΓΛΑΡΟ" του ΤΣΕΧΩΦ, που πάντα ονειρυότανε, να πάει στην πόλη, να γίνει συγγραφέας, να παντρευτεί...".
Το άλλο του Ε.Μ.ΣΙΟΡΑΝ, που πίστευε στη δύναμη του ονείρου τόσο, που καταργούσε το χρόνο, την ηλικία, ακόμα και το θάνατο!"
Τ' όνειρο του κάθε ανθρώπου!
Του κάθε Λαού!
Του κάθε φτωχού.
Πικρά κάποιες φορές, ανεκπλήρωτο, που αλλάζει χρώματα συνέχεια, θαρρείς δεμένο με την συγκίνηση, το δίκιο, το λόγο, τον στοχασμό και το συναίσθημα.

Το όνειρο του Έλληνα που κάποιοι καιροί κι ανθρώποι το κάνουν κάθε τόσο ίδιο και οι γενιές οπούρχονται, ολόβολες στή θλίψη, στην αμηχανία, ανήμπορες στο αύριο, μήτε κοτάνε να ονειρευτούν και καίγονται στο παραγώνι.
Τι ονειρεύονται στ' αλήθεια σήμερα οι νέοι μας;
Πως έτσι αποκαρωμένοι από την κλάπα των αλλαγών, στάκουνε οι μεγάλοι "κι όπου τους πάνε", πάνε;
Ίσως γραφτό και νά 'ναι, τα όνειρα, κάποιες φορές, να παθείνουνε πριν απ' τους ανθρώπους.
Όμως οι ρίζες τους βαθιές, αθάνατες σαν την Αλήθεια!
Την αλήθεια που σαν την πέτρα τη λευκή, γροικά και μάχεται στους αιώνες, για την Εθνική μας συνέχεια και τη σωτηρία της γλώσσας μας, "ως απαραίτητο επιγένημα ηθικής μας πράξης", κατά πως λέει κι ο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: