Όχι, δεν αναφέρομαι σε γνωστό πρόσωπο της πολιτικής , που ίσως σκέφτηκε το πονηρό μυαλό σας, το άρθρο είναι καθαρά , γλωσσικό ή και λιγάκι φρασεολογικό. Τι με έπιασε σήμερα τέτοια κρίσιμη μερα να ασχοληθώ με την φρασεολογία; Δεν ξέρω, έτσι μου ήλθε "ξαφνικά", όπως και ο πρωθυπουργός ξάφνιασε τους πάντες με το δημοψήφισμα.
Αν ανοίξετε τα λεξικά μας, και στο θέμα αυτό συμφωνούν όλα τους, θα δείτε ότι το χαζός προέρχεται από το χάζι, που είναι ένα θέαμα που το παρακολουθούμε χωρίς να μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα, αλλά μας διασκεδάζει, και αυτό το χάζι είναι δάνειο από το τουρκικό haz (αραβικής αρχής) που σημαίνει «ευχαρίστηση, απόλαυση».
Από την απόλαυση στη διασκέδαση, κατεβαίνουμε τα σκαλοπάτια που πάνε στην αφέλεια και από εκεί στη βλακεία. Πάντως, αν δεν κάνω λάθος, η σημασιολογική εξέλιξη έγινε στα ελληνικά. Στα τούρκικα δεν βρίσκω καμιά ένδειξη για αρνητική απόχρωση στη λέξη haz.
Το χάζι, είπαμε, είναι ευχάριστο θέαμα. Συχνά χρησιμοποιείται, σε διάλεκτες ιδίως, σαν συνώνυμο του γούστου, ενώ η έκφραση «έχει χάζι» χρησιμοποιείται σαν συνώνυμο της «έχει γούστο» ή «έχει πλάκα», συχνά για κάποιο μάλλον δυσάρεστο ενδεχόμενο που όμως το θεωρούμε όχι πολύ πιθανό και το αναφέρουμε κυρίως για να ξορκίσουμε το φόβο μας. Π.χ. «Αργεί να ρθει ο γαμπρός· έχει χάζι ντου να μετάνιωσε την τελευταία ώρα» (από το κρητικό λεξικό του Πετυχάκη).
Το ετυμολογικό λεξικό του Μπαμπινιώτη, σχολιάζοντας την προέλευση της λ. χαζός από το χάζι σημειώνει: η λέξη θα σήμαινε αρχικώς «χαρούμενος» (χωρίς ιδιαίτερο λόγο), «ελαφρόμυαλος».
Μπορεί να είναι κι έτσι. Δυστυχώς στη γλώσσα μας, τα γλωσσικά ληξιαρχεία δεν λειτουργούν καλά κι έτσι είναι δύσκολο να βρεις πότε μπήκε μια λέξη στη γλώσσα και ποια είναι η αρχική σημασία της. Πάντως, εγώ νομίζω πως η λέξη δεν είναι πολύ παλιά (δηλ. αν έπρεπε να στοιχηματίσω θα έλεγα πως είναι των μέσων του 19ου αιώνα) και πως ανάμεσα στο χάζι και στον χαζό μεσολάβησε το «χαζεύω». Χαζεύει αυτός που κάνει χάζι, που περνάει την ώρα του κοιτάζοντας τους άλλους, που διασκεδάζει με τον τρόπο αυτό. Ε, αυτός θεωρείται ελαφρόμυαλος, χαζός. Πάντως, τα μεγάλα λεξικά μας δίνουν άλλη πορεία: χάζι > χαζός > χαζεύω.
Ούτως ή άλλως, η διαφορά δεν είναι μεγάλη. Έτσι κι αλλιώς, η απόλαυση και η διασκέδαση θεωρήθηκε βλακεία. Οπότε, από μια άποψη, θα λέγαμε ότι η λέξη «χαζοχαρούμενος» είναι πλεονασμός –και ότι η έκφραση «χαζό παιδί, χαρά γεμάτο», που τη λέμε για κάποιον που γελάει αναίτια, είναι απόλυτα δικαιολογημένη.
Πάντως, να πω ότι το επίτομο της νεοελληνικής του Κριαρά, που συχνά έχει εύστοχες ετυμολογικές λύσεις διαφορετικές από των άλλων, λέει ότι ο χαζός είναι ή από το haz ή από το χάσκω –δεν αποκλείεται μάλιστα, λέω εγώ, να έχει γίνει και πάντρεμα των δύο, διότι αυτός που χαζεύει κάτι πολύ συχνά χάσκει κιόλας.
Να κλείσω με τον Φλομπέρ; Έλεγε ότι για να ζήσει κανείς ευτυχισμένος χρειάζεται καλή υγεία, εγωισμό και βλακεία· αν όμως λείπει η βλακεία, τ’ άλλα δύο μόνα τους δεν φτουράνε. Λέτε να είχε δίκιο;
αποσπασματα δανεισμενα απο το
http://sarantakos.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου