Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2012

« ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟ ΣΤΟ ΛΟΓΓΟ »



« ΣΤΟ  ΧΡΙΣΤΟ  ΣΤΟ  ΛΟΓΓΟ »
Χριστουγεννιάτικο Διήγημα
του Γιάννη Αν. ΛΟΥΚΑ
                 
    Καλή σου μέρa, μπάρμπα-Πανάγο! Για πού το’ βαλες πρωί-πρωί μ΄αυτό το κρύο;», ρώτησε τον ψιλόλιγνο ασκητικό γέροντα ο Χρήστος, ο νεαρός υπάλληλος του υπόγειου πάρκινγκ, που ακόμα δεν είχε τελειώσει η βραδινή του βάρδια και μισονυσταγμένος πετάχτηκε σαν ελατήριο, όταν είδε από μακριά να κατηφορίζει και να πλησιάζει η «πομπή» του γερο-Πανάγου, καθώς  ο ίδιος την αποκαλούσε.
                 Και η «πομπή» αυτή δεν έμοιαζε να’ρχεται απ’ τ’ «Αλώνια», τη γειτονιά του μπάρμπα-Πανάγου στο άκρο του χωριού, μόν΄έμοιαζε ότι ερχόταν κατ΄ευθείαν απ΄το παρελθόν, από μια άλλη εποχή! Μπροστά ο γέρο-Πανάγος με τη βιβλική άσπρη  του γενειάδα,  ξερακιανός, με τα σημάδια του χρόνου και της κακουχίας αποτυπωμένα στις  βαθιές ρυτίδες και τις ροζιασμένες παλάμες, πάντοτες  όμως καλοσυνάτος και λεβεντάνθρωπος. Λεβεντόγερος μιας άλλης εποχής! Πίσω ο γαϊδαράκος ο ‘’Κίτσος’’, βαρυφορτωμένος μ΄ένα σωρό χρειαζούμενα. Πάρα πίσω το ‘’μπλάρ΄’’, ο ‘’Ψαρής’’, καμαρωτός-καμαρωτός και περήφανος, που το κατάλευκο χρώμα του μόνο  με το φρεσκοστρωμένο χιόνι στην πλαγιά της ‘’Μάνας ‘’ μπορούσε να συγκριθεί. Την «πομπή» συμπλήρωνε ο πιστός σκύλος, ο ΄΄Άργος΄΄, που είχε νονά την κυρά Οδύσσεια, τη μια απ΄τις δυό θυγατέρες του γέρο-Ομήρου.

              Καλημέρα και σε σένα, λεβέντη μου», απάντησε ο μπάρμπα-Πανάγος, με τη ζεστή φωνή του, που κάπως ζέστανε και την παγωμένη χειμωνιάτικη ατμόσφαιρα του ορεινού χωριού.
             Τόσο νωρίς πιάνετε κι εσείς δουλειά, μωρέ Χρηστάκη; Αχάραγα;», ρώτησε με τη σειρά του ο γέροντας με την καλοσυνάτη του διάθεση πάντα ζωγραφισμένη στην όψη και στην ψυχή.
             Τι νωρίς, μπάρμπα-Πανάγο;», ξαναπήρε το λόγο ο Χρήστος, φυσώντας τις τρυφερές του παλάμες και προσπαθώντας με τον αχνό της ανάσας να  ζεστάνει κάπως τα παγωμένα χέρια, που έπιαναν μόνο τιμόνια, χρήματα και αποδείξεις.
             -«Ακόμα δεν έχω σχολάσει, όλο το βράδυ εδώ το περνάω, παρκάροντας και ξεπαρκάροντας όλα αυτά τα τεράστια τζιπ των ανθρώπων που έχουν βγει για διασκέδαση. Και να’ ξερες πόσα άλογα διαθέτει το καθένα απ΄αυτά!», είπε ο Χρήστος χαμογελώντας, ενώ την ίδια ώρα ο ‘’Ψαρής’’ κι ο ‘’Κίτσος’’ χλιμίντρισαν, σα να τους πείραξε κάπως η σύγκριση του Χρήστου.
            Δόξα τω Θεώ, όμως, καλά είναι, δουλειά να υπάρχει. Τα πράγματα δυσκόλεψαν πολύ, οι περισσότεροι φίλοι μου είναι άνεργοι».
         Ο γέρο-Πανάγος δε μίλησε καθόλου, παρά μόνο άκουγε σκεφτικός. Εξάλλου τι να πει; Μίλαγε τόσο ωραία και ώριμα για την ηλικία του ο Χρηστάκης… Με την παιδική του απέραντη καλοσύνη ευχήθηκε μέσα του νάναι καλά όλος ο κόσμος «κι οι πλούσιοι κι η φτωχολογιά». Και τις δυο καταστάσεις τις γνώριζε πολύ καλά ο κυρ-Πανάγος. Για τον ίδιον και τη φαμίλια του η φτώχεια, ο αγώνας και οι στερήσεις ήταν οι σύντροφοί του. Κι όμως με το μικρό τσαγκάρικο και το σουβλί του, με τα λίγα κτηματάκια, που τα καλλιεργούσε με τα ‘’ζα’’ του, με τα λιγοστά μανάρια και τις κοτούλες, που κράταγε η κυρά-Βασίλω, το άλλο του μισό, ο γερό-Πανάγος τα έβγαλε πέρα με τιμιότητα κι αξιοπρέπεια. «Τη ταπεινώσει τα υψηλά, τη πτωχεία τα πλούσια», που λέει και το τροπάρι τ’ Άι-Νικόλα, και που συχνά το αναφέρει κι ο κυρ-Φώτης ο Κόντογλου.
       Κι έτσι μ΄αυτά τα λίγα και τα  τρία τα παιδιά σπουδάσανε και γίνανε σωστοί ανθρώποι και πήγανε το κατόπι στο εξωτερικό,-για τα μεταπτυχιακά που λέγανε τότε- κι ο μπάρμπα-Πανάγος καμάρωνε (χωρίς να ρωτάει και πολλά), και καλές δουλειές βρήκανε και καλοπαντρευτήκανε στην ξενιτιά, όπου έμειναν μόνιμα, και πολλά πλούτη κάμανε και στέλνανε πολλά δώρα στους γερόντους στο χωριό. Όλα τόσα καλά και τόσο τέλεια, που… στην Ελλάδα έρχονται πού και πού τα Καλοκαίρια, μα και τότε γυρίζουν στα νησιά…
       Κι ο μπάρμπα-Πανάγος γερνάει μ΄ένα μεγάλο καημό: Ποτέ δεν κάλιασε να γιορτάσει Χριστούγεννα με εγγονάκι! Με κανένα απ΄τα εφτά που έχει! Όχι, έρχονται, όποτε τους το επιτρέπουν οι πολλές δουλειές τους και πολύ τους αγαπάνε τους παππούδες. Αλλά, ποτέ τα Χριστούγεννα!
       Ένας κόμπος πήγε ν΄ανέβει στο γέρικο κορμί του μπάρμπα-Πανάγου, αλλά «δεν κάνει μέρες που’ναι» να στενοχωριέται κι έχει και πολύ δρόμο να κάμει. Ας είναι! Ο Χριστός που θα γεννηθεί να φυλάει όλο τον κόσμο! Και μολογάνε πως τα Χριστούγεννα στον κόσμο είναι τόσο όμορφα, σαν παραμύθι! Και πόσες φορές δεν τον προσκάλεσαν να τα δει όλα αυτά τα παραμυθένια! Μα, ο μπάρμπα-Πανάγος με τίποτα δεν μπορούσε να λείψει τα Χριστούγεννα. Για όλα αυτά  ούτε για τη φτώχεια βαρυγκώμησε, ούτε και τις πλούτες τις ζήλεψε.

        Άιντε γεια σου, Χρήστο μου, Καλά Χριστούγεννα και να’σαι πολύχρονος ταχιά!», χαιρέτησε ο μπάρμπα-Πανάγος και συνέχισε το δρόμο του, επικεφαλής της «πομπής» του. Καθώς προσπερνούσε το τεράστιο εμπορικό κέντρο, που είχε κατασκευασθεί στο τουριστικό πλέον χωριό, θυμήθηκε ότι τα παλιότερα χρόνια στο ίδιο σημείο, στο χωράφι προς την ‘’Κουκβάγια’’, συναντούσε το δραγάτη τον Κωνσταντή, που πρωί-πρωί κι αυτός, εφοδιασμένος με τα κυάλια και τη σφυρίχτρα του κατηφόριζε, για να προστατέψει το βιός και τη σοδειά του κοσμάκη.
         - «Τότε ο Κωνσταντής, τώρα ο Χρηστάκης, πάντα κάποιος να με ξεπροβοδίζει», σκέφτηκε μέσα του και με νοσταλγία ο μπάρμπα-Πανάγος. Μάλιστα, κάποια στιγμή νόμισε πως άκουσε ξανά τη σφυρίχτρα του δραγάτη, του Κωνσταντή, αλλά γρήγορα κατάλαβε πως ήταν ο τροχονόμος, που προσπαθούσε να βάλει τάξη στους στενούς δρόμους του χωριού από τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα  και την πολλή κίνηση.
        Εν τω μεταξύ μ΄όλα αυτά είχε περάσει η ώρα κι ο Άργος, που είχε μια καταπληκτική αίσθηση του χρόνου, άρχισε να γαβγίζει και να προσπαθεί να επιταχύνει το βήμα της «πομπής». Λίγο πριν φτάσουν στον πάτο του χωριού, άρχισαν να ακούγονται  οι ευχάριστοι ήχοι αυτής της μέρας, της παραμονής των Χριστουγέννων του 201… Η Φιλαρμονική είχε αρχίσει να παιανίζει τα κάλαντα, η λιανομαρίδα με τα τρίγωνα συναγωνίζονταν στα έσοδα. Και κοντά σ΄αυτά οι τελευταίοι ξενύχτηδες, παραπατώντας και βιαστικά – βιαστικά, αποχωρούσαν από το δημόσιο χώρο της ημέρας. Και πίσω τους, επίσης βιαστικά, οι υπάλληλοι της καθαριότητας πάσχιζαν να δώσουν μια νέα όψη τάξης και καθαριότητας, με το πρώτο παγωμένο γλυκοχάραμα της παραμονής των Χριστουγέννων.  Όλα τούτα, όμως ,αφορούσαν το χωριό, τους κατοίκους, τους επισκέπτες.
         Η «πομπή», αφήνοντας πίσω της και τις τελευταίες βίλες, πήρε τον παλιό και εγκαταλελειμμένο πια μουλαρόδρομο, απ΄όπου με το ζόρι πέρναγαν τα φορτωμένα ‘’ζα”. Οι σύγχρονες  κοσμικές σειρήνες και οι θόρυβοι σιγά-σιγά έπαψαν ν΄ακούγονται. Η «πομπή» είχε εγκαταλείψει τo “ σήμερα” και άρχισε να εισέρχεται στο Λόγγο, ή μάλλον άρχισε να εισχωρεί στις σελίδες τις καμωμένες από χοντρό παλαιινό χαρτί, φθαρμένο και πολυκαιρισμένο, μα με εξαίσια μυρουδιά, σελίδες ενός παλιού και πολυκαιρισμένου βιβλίου, που περιγράφει τους μοναδικούς ήρωες τους βγαλμένους απ΄την πένα του κυρ-Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και του κυρ-Φώτη Κόντογλου…

          Τι γύρευε, λοιπόν, ο κυρ-Πανάγος με την παρέα του μια τέτοια μέρα και μ΄αυτόν τον καιρό να κατηφορίζει κατά το Λόγγο; Γιατί άφηνε τη θαλπωρή του σπιτιού, την κυρά-Βασιλική μόνη της , αμπαρωμένο το μικρό τσαγκάρικο, που αγνάντευε την Παναγία, το μόνιμο στασίδι του στην εκκλησιά άδειο; Γιατί αψηφούσε στην ηλικία του το δρόμο, τον κόπο, τον ψόφο, τον ψόγο, ακόμα και το ζόφο μιας σκοτεινής νύχτας στην ερημιά;
          Όλοι στο χωριό ξέρανε γι΄αυτή τη συνήθεια του γέρο-Πανάγου, ακόμα και οι νέοι. Ο Χρήστος στο πάρκινγκ ρητορικά έκανε την ερώτηση. Ο καθένας σ΄αυτό το χωριό ξέρει για το «τάμα» του μπάρμπα-Πανάγου, προς το οποίο κατευθύνεται κάθε χρόνο τη μέρα αυτή η «πομπή». Άλλωστε, ο γέροντας είναι ο τελευταίος που διατηρεί τα ‘’ζα’’ στο χωριό και το κάνει, κυρίως ,γι΄αυτή τη μέρα, κι ας είναι σε πολύ καλή μοίρα πια ,λόγω και των παιδιών του που πρόκοψαν και δεν τον λησμονάνε. Και τα λιθάρια του χωριού γνωρίζουν ότι  ο μπάρμπα-Πανάγος ο «απλούς και καλοκάγαθος» γιορτάζει τα Χριστούγεννα μόνος του κάτω στο Λόγγο. Όμως… όμως, ξέρουν τη μισή αλήθεια: ο γέρων πλέον Πανάγος δε γιορτάζει τα Χριστούγεννα σαν όλους εμάς, αλλά τα ΖΕΙ, όπως μόνον αυτός γνωρίζει και μπορεί να το κάνει.
 
        Το νήμα της ιστορίας και ο μίτος του σχεδόν μύθου πάει πολλές δεκαετίες πίσω στα μαύρα χρόνια του πολέμου, του κατακτητή, της πείνας, του φόβου, του ξεσπιτωμού. Πόσες φορές αναγκάσθηκαν οι κάτοικοι του ορεινού αυτού χωριού να φύγουν με ελάχιστα χρειαζούμενα φορτωμένα στα ‘’ζα’’, για να γλιτώσουν. Τότε ήταν που ο μικρός  Πανάγος πρωτο-έκανε αυτή τη συγκεκριμένη διαδρομή στην αγκαλιά της μάνας του αλλά και καβάλα ‘’πανωσάμαρα’’ αντάμα με τον παππού του, το Γιάννη.
       Τότε να δείτε τι σήμαινε δυστυχία! Όχι τώρα, που με την πρώτη δυσκολία τα καταρίχνουμε και τα ‘’παίζουμε’’!», έλεγε χαμογελώντας ο μπάρμπα-Πανάγος , που του άρεσε να μαθαίνει και τις εκφράσεις της νεολαίας.
        Το καταφύγιο, που λέτε, γι΄αυτή την ανθρώπινη «πομπή» της δυστυχίας, του φόβου και της αγωνίας ήταν οι Σπηλιές στο Λόγγο. Παρ΄όλες τις στερήσεις και τις κακουχίες, υπήρχε ,τουλάχιστο, μια ασφάλεια απ΄τα όπλα, τις σφαίρες, τις απαγωγές, τις αιχμαλωσίες, τις εκτελέσεις. Στις Σπηλιές στο Λόγγο ,το λοιπόν, μένανε για πολύν καιρό τα γυναικόπαιδα, ανεξαρτήτως καιρού, μέχρι να μάθουν νέα απ΄το χωριό, πως ηρεμήσαν κάπως τα πράγματα, κι άντε πάλι επιστροφή μέχρι το νέο φευγιό. Στις Σπηλιές, λοιπόν, στο Λόγγο μοιραζόντουσαν οι ‘’πρόσφυγες’’ και τις κάνανε δεύτερο σπίτι τους. Εκεί κοιμόντουσαν, εκεί μαγειρεύανε, εκεί τρώγανε, εκεί ζεσταινόντουσαν, εκεί παίζαν τα παιδιά, που δυσκολευόντουσαν να καταλάβουν το γιατί, εκεί έμενε κι ο μικρός Πανάγος…
       Μαύρη η Σπηλιά, μαύρη και η ψυχή των ανθρώπων, μαύρη και η εποχή!  Μέχρι και Χριστούγεννα είχαν αναγκασθεί να κάνουν οι ταλαίπωροι στη Σπηλιά. Κι εκείνα τα Χριστούγεννα δεν επρόκειτο να τα ξεχάσει ποτέ ο μικρός  Πανάγος…

        Σαν έπεσαν όλα τα γυναικόπαιδα για ύπνο την παραμονή, ο γέρο-Γιάννης, ο καλός του ο παππούς, προστάτης της φαμίλιας και του σογιού ολάκερου, αφού ο πατέρας του ήταν στα βουνά και πολεμούσε, άφησε να κοιμηθούν όλοι και με μεγάλη προσοχή πλησίασε και πολύ απαλά ξύπνησε το μικρό Πανάγο, τον αγαπημένο του εγγονό, κι αφού τον έντυσε καλά για το πολύ κρύο πού έκανε, τον πήρε απ΄το χεράκι μαζί του. Χέρι-χεράκι βγήκαν απ΄τη Σπηλιά και με το λαδοφάναρο, που έφεγγε τρεμουλιαστά και έσπαγε το απόλυτο σκοτάδι, περισσότερο για να μη φοβάται ο μικρός, αφού ο παππούς την ήξερε εκείνη τη γη καλύτερα κι απ΄το σπίτι του, άρχισαν να περπατάνε σ΄ένα μικρό μονοπάτι. Αφού πήραν κάνα δυό στροφές φτάσανε κάπου, που δύσκολα μπορούσε να προσεγγίσει ανθρώπου μάτι. Κοντοστάθηκαν και ο μικρός εγγονός είδε μόλις να διακρίνεται η είσοδος μιας άλλης σπηλιάς πολύ μικρής, όπου μόνο γονατιστός μπορούσες να μπεις.
      -«Εδώ, Πανάγο, είναι η Βηθλεέμ, η δική μου Βηθλεέμ! Φύγαμε απ΄τη Σπηλιά που είναι οι υπόλοιποι και ήρθαμε στο Σπήλαιο! Εδώ, Πανάγο μου, θα γεννηθεί απόψε ο Χριστός, όπως κάθε χρόνο. Θα γεννηθεί κι αλλού, αλλά για μας θα γεννηθεί εδώ ακριβώς! Κι εσύ απόψε θα τα δεις όλα!»
        Δεν πρόλαβε να αποσώσει τη φράση του ο παππούς και το Σπήλαιο γέμισε από το φως που ερχόταν από ένα παράξενο Άστρο, που όμοιό του δεν είχε ολάκερο το Σύμπαν! Η είσοδος του Σπηλαίου ξαφνικά μεγάλωσε και παρουσιάσθηκαν οι Τρεις Μάγοι από την Περσία με τις παράξενες στολές  τους και τα πολύτιμα Δώρα τους. Ο Πανάγος τους είδε να κατευθύνονται στη φάτνη και να τα αποθέτουν εκεί στο βάθος. Κι εκεί είδε και το Χριστό να έχει γεννηθεί, να Τον κρατάει στοργικά η Μάνα Του και Μάνα μας και να Τον ζεσταίνουν με τα χνώτα τους τα γαϊδουράκια και τα μουλάρια τα δικά τους,  που τους είχαν φέρει από το χωριό.
         Μα, πώς βρέθηκαν κι αυτά εκεί; Ο μικρός Πανάγος δεν μπορούσε να εξηγήσει τίποτα, μα τα έβλεπε όλα μπροστά του. Κι όχι μόνο τα έβλεπε… Άκουγε και τις δοξολογίες των Αγγέλων, που ανεβοκατέβαιναν από την Επουράνιο Κλίμακα, ένιωθε τη ζεστασιά των ζώων, μύριζε το λιβάνι των Μάγων. Μετά είδε και τους Τσοπάνους της εποχής, που ήταν οι μάρτυρες του θαύματος, είδε και τον Ιωσήφ να προστατεύει τον Ενανθρωπήσαντα Θεό και τη Θεοτόκο Μητέρα. Όλα τα είδε ο μικρός Πανάγος με την αθώα του παιδική ψυχή! Σε τίποτα δεν τον κορόιδεψε ο παππούς του! Όλα ήταν μπροστά του, όλα μπορούσε να τα αγγίξει! Είχε συναντήσει  το Χριστό στο Λόγγο!
          Μόνο για ένα πράγμα άρχισε να στενοχωριέται ο μικρούλης Πανάγος εκείνο το βράδυ. Γιατί όλα αυτά τα θεϊκά τα είδε μόνος του. Όλοι οι άλλοι κοιμόντουσαν.  Γιατί να γίνει έτσι, γιατί να μην πάρει και τους άλλους ο παππούς, αφού αυτός τα είχε ξαναδεί και ήξερε; Ο σοφός και φωτισμένος παππούς του κατάλαβε τη σκέψη του και δεν την άφησε αναπάντητη:
        - «Πανάγο μου, απόψε είναι η δική σου η βραδιά. Γι αυτό μη στενοχωριέσαι. Για τους άλλους θα είναι κάποια άλλη βραδιά, κάποια άλλη μέρα, κάποια άλλη ώρα. Κλείσε καλά μέσα στη μνήμη σου και βαθιά μες  στην ψυχή σου όλα αυτά τα θαυμαστά που είδες, γιατί ποιος ξέρει αν θα αξιωθείς και πάλι να τα δεις! Κι εγώ μόνο μια φορά τα είδα, όταν με είχε φέρει εδώ ο δικός μου ο παππούς».
         Ο μικρός Πανάγος έσκυψε και φίλησε το χέρι του παππού του Γιάννη. Τώρα πια δε φαινόταν τίποτα από όσα έβλεπε μέχρι πριν από λίγο. Στο Σπήλαιο φώτιζε μόνο το λαδοφάναρο.  Και μετά ο παππούς, που είχε κάνει και ψάλτης στον Άγιο Γεώργιο ,  άρχισε να ψάλλει το ένα τροπάριο μετά το άλλο μέσα στην ερημιά του Λόγγου και στην παγωνιά του xχειμώνα, μέσα στο Σπήλαιο της Βηθλεέμ, όπου πριν από λίγο είχε γεννηθεί ο Χριστός :
«Σπήλαιον ευτρεπίζου», «Βηθλεέμ ετοιμάζου», «Δόξα  εν υψίστοις Θεώ», «Χριστός Γεννάται δοξάσατε», « Η Γέννησίς σου Χριστέ», «Η Παρθένος σήμερον».
          Κι όσο ο παππούλης του ,ο Γιάννης, έψελνε λιτά και κατανυκτικά, του μικρού Πανάγου του φάνηκε ότι ξανάνοιξαν οι Ουρανοί και είδε ξανά τους Αγγέλους να στέκονται και ν΄ακούνε, όπως πάντα ο Ουρανός ακούει τις αγνές και απλές ψυχές.
Όταν ξημέρωσε ούτε ο παππούς, ούτε ο εγγονός ανέφεραν το παραμικρό στους άλλους. Ήταν το μυστικό τους και το κράτησαν κι οι δυό.

           Σαν έγινε άντρας ο μικρός Πανάγος δεν ξέχασε εκείνη τη βραδιά. Σα γύρισε κι από φαντάρος το’βαλε τάμα : να βρίσκεται τα Χριστούγεννα στις Σπηλιές, στη Σπηλιά, στο Σπήλαιο, στη Βηθλεέμ, στο Λόγγο. Μάλιστα, πρέπει να πηγαίνει νωρίς την παραμονή, για να «ευτρεπίσει το Σπήλαιον», να «ετοιμάσει τη Βηθλεέμ» και τόσα άλλα. Τώρα καταλαβαίνετε γιατί ο πιστός σκύλος ο Άργος, που έχει μια καταπληκτική αίσθηση του χρόνου, είναι τόσο βιαστικός! Το «τάμα» ο Πανάγος το έκανε γνωστό στην κυρά-Βασίλω του, σαν είχαν την πρώτη συνάντηση μετά το προξενιό. Ούτε προίκα ζήτησε, ούτε τίποτε άλλο. Μόνο αυτό : το «τάμα» των Χριστουγέννων και την «πομπή».
        Έτσι, κάθε χρόνο την παραμονή η «πομπή» ξεκινάει για το «τάμα». Δυστυχώς,  χωρίς τον παππού το Γιάννη πια… Και τα χρόνια περνούν κι έγινε παππούς ο Πανάγος. Ο οποίος, όμως, ποτέ δεν παρέλειψε να πάρει μαζί του τα ψαλτικά βιβλία, που είναι τα παλιά του Αγίου Σπυρίδωνα και του τά’δωσε κάποτε ο παπα-Λουκάς και που ο ψάλτης ο Αυγερινός τον έμαθε να τα ψέλνει.

       Αυτή είναι λοιπόν η Χριστουγεννιάτικη ιστορία του μπάρμπα-Πανάγου, ο οποίος  «ελευκάνθη» πραγματοποιών αδιαλείπτως το «τάμα» του, ομού μετά της «πομπής» του. Ένα είναι το παράπονό του: ότι ποτέ δεν έκανε Χριστούγεννα μαζί με ένα εγγονάκι του. Να του μάθει και να του παραδώσει όσα του εμπιστεύτηκε ο δικός του παππούς εκείνη την Άγια Νύχτα. Και τα χρόνια περνούν…
         Κάθε χρόνο εκείνη τη βραδιά , εκείνη την ώρα της Γέννησης ξαναθυμάται , σα να τα άκουσε μόλις τώρα, τα λόγια του παππού του Γιάννη:
        -«Κλείσε καλά μέσα στη μνήμη σου και βαθιά  μες’ στην ψυχή σου, όλα αυτά τα θαυμαστά που είδες γιατί ποιος ξέρει αν θα αξιωθείς και πάλι να τα δεις!»

         Τι λέτε αγαπητοί αναγνώστες; Μήπως ήρθε η ώρα φέτος να τα ξαναδεί ή είναι γραφτό αυτό να γίνει, όταν κάποτε τον ακολουθήσει ο εγγονός του στην «πομπή»;
Όπως και να’χει, ο μπάρμπα-Πανάγος, σε πείσμα των καιρών, θα συνεχίσει να εκπληρώνει το «τάμα» του : Να ΖΕΙ τα Χριστούγεννά του ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟ ΣΤΟ ΛΟΓΓΟ.

Για την αντιγραφή της ιστορίας
                                                                                                                                   ΙΑΛ
ΥΓ:  Αφιερωμένο στους παππούδες και τις γιαγιάδες του καθενός, όπου κι αν βρίσκονται, και σε ό,τι αυτοί μας έχουν διδάξει είτε με τους λόγους  τους , είτε με τη σιωπή τους.


3 σχόλια:

Στειραίος είπε...

Οι πατριώτες σου σε ευχαριστούμε για το εξαιρετικό και επίκαιρο χριστουγεννιάτικο διήγημά σου.

Γιάννη καλές γιορτές.

Ανώνυμος είπε...

http://www.youtube.com/watch?v=RIQuMxD3KKQ

monosnet είπε...

πολύ γλυκό...Καλές γιορτές και του χρόνου να είστε καλά να γράψετε πάλι και όλοι εμείς καλά για να σας απολαύσουμε. Διαβάστε το παρακαλώ όλοι με προσοχή ..Μελετήστε το θα έλεγα . Δεν χρειάζονται σχόλια ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ