Σάββατο 13 Ιουνίου 2015

Αποσταμένοι κουπολάτες



 
Μαυρόπουλος Χρίστος

Α΄
Μ' αρέσει η θάλασσα όταν βαθιά κοιμάται.
Μ' αρέσει
κι όταν ακόμα αλαργοκυματίζει
κι ανασαιμιά την ανασαιμιά,
ποτίζει σαν γοργόφτερο βαρκάκι
στα μυστικά λιμάνια της καρδιάς μας.

Εκεί απ' όπου
μια μέρα θα λύσουμε τους κάβους μας
και τα κορμιά μας,
όμοια γαλέρες πολυταξιδεμένες
αγάλι αγάλι θ' αρμενίσουνε για τόπο μακρινό!

Εκεί που δεν υπάρχει πλιόνε το "ΕΔΩ",
και το Μεγάλο μας "ΕΓΩ!"

Και θάμαστε
εμείς οι ίδιοι που κάποτες υψώσαμε φωνή,
υψώσαμε σπαθί,
για πράματα απλά και αυτονόητα,
θαρρώντας πως ο κόσμος μας,
γένηκε για τις ατέλειωτες τις πεθυμιές μας,
ενός τρελλού ονείρου τάχατες τις ζωγραφιές μας.
 
Β΄
Και θα παγαίνουμε για μέρες, νύχτες
αποσταμένοι κουπολάτες
αργά με τα κουπιά στην ημεράδα των νερών,
τι θάχουνε πάψει πια οι εποχές των αλλαγών,
τα χρόνια των "θριάμβων",
κι ο ήλιος μας κι αυτός χλωμός,
οι δρόμοι κρύοι, το αίμα, τα πάθια,
τα μάτια παγωμένα,
η πέτρα θάχει στα δυο σκισκεί,
η γέννηση, ο θάνατος σε στάση,
κι η γης,
ακίνητη κι αυτή,
μες στη βαθιά σιωπή της ΚΡΙΣΗΣ και της ΕΝΟΧΗΣ!

Και θάναι
τότενες που για στερνή φορά σαν άνθρωποι
βαθιά θα συλλογιόμαστε,
"ανθούς αγνούς που δεν ανθίσαμε,
καρπούς γλυκούς που δεν καρπίσαμε
κι η ύπαρξή μας
ανέγνοιαστα αναλώθηκε σε μια προσπάθεια
να καταχτήσουμε τον ουρανό,
τη γης να κυβερνήσουμε,
τον Κόσμο να βουλιάξουμε σ' αλόγιστο χαμό!"

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Κύριε Μαυρόπουλε, ο φιλοσοφικός και στοχαστικός ποιητικός σας λόγος εντυπωσιάζει!