Αμερικανοί επιστήμονες ανακάλυψαν έναν μηχανισμό του ανθρώπινου εγκεφάλου που κάνει πιο εύκολο τον εθισμό στη νικοτίνη
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι κάποιοι άνθρωποι γεννιούνται καπνιστές, απλά ότι τους είναι πολύ πιο δύσκολο να κόψουν το κάπνισμα σε σχέση με άλλους.
Κάποιοι άνθρωποι λοιπόν έχουν “ελαττωματικό” αυτόν το μηχανισμό στον εγκέφαλό τους και τους
κάνει να έχουν μια ανεξέλεγκτη επιθυμία για τσιγάρο.
Υπό φυσιολογικές συνθήκες, ο μηχανισμός καταστέλλει την ώθηση για κατανάλωση περισσότερης νικοτίνης, όταν το επίπεδό της στον οργανισμό περάσει ένα ορισμένο κρίσιμο επίπεδο. Όμως σε μερικά άτομα ο μηχανισμός δεν λειτουργεί σωστά, για γενετικούς λόγους, με συνέπεια να δημιουργείται ανεξέλεγκτος εθισμός από τη νικοτίνη.
Οι επιστήμονες εντόπισαν ένα γονίδιο (CHRNA5), το οποίο ελέγχει μια πρωτεΐνη- υποδοχέα (alpha5), που ανταποκρίνεται στα μόρια της νικοτίνης στον εγκέφαλο. Όταν το γονίδιο λειτουργεί ομαλά, ο εγκέφαλος δέχεται το μήνυμα ότι πρέπει να σταματήσει την κατανάλωση νικοτίνης, μόλις το επίπεδό της ξεπεράσει ένα όριο, δημιουργώντας ένα αίσθημα απέχθειας σε περίπτωση μεγάλων δόσεων λόγω του υπερβολικού καπνίσματος. Όταν όμως το συγκεκριμένο γονίδιο δυσλειτουργεί, τότε το «μήνυμα» δεν στέλνεται ποτέ και οι καπνιστές δεν έχουν αντικίνητρο (π.χ. άσχημη γεύση στο στόμα) για να σταματήσουν το τσιγάρο
www.newsit.gr
Κάποιοι άνθρωποι λοιπόν έχουν “ελαττωματικό” αυτόν το μηχανισμό στον εγκέφαλό τους και τους
κάνει να έχουν μια ανεξέλεγκτη επιθυμία για τσιγάρο.
Υπό φυσιολογικές συνθήκες, ο μηχανισμός καταστέλλει την ώθηση για κατανάλωση περισσότερης νικοτίνης, όταν το επίπεδό της στον οργανισμό περάσει ένα ορισμένο κρίσιμο επίπεδο. Όμως σε μερικά άτομα ο μηχανισμός δεν λειτουργεί σωστά, για γενετικούς λόγους, με συνέπεια να δημιουργείται ανεξέλεγκτος εθισμός από τη νικοτίνη.
Οι επιστήμονες εντόπισαν ένα γονίδιο (CHRNA5), το οποίο ελέγχει μια πρωτεΐνη- υποδοχέα (alpha5), που ανταποκρίνεται στα μόρια της νικοτίνης στον εγκέφαλο. Όταν το γονίδιο λειτουργεί ομαλά, ο εγκέφαλος δέχεται το μήνυμα ότι πρέπει να σταματήσει την κατανάλωση νικοτίνης, μόλις το επίπεδό της ξεπεράσει ένα όριο, δημιουργώντας ένα αίσθημα απέχθειας σε περίπτωση μεγάλων δόσεων λόγω του υπερβολικού καπνίσματος. Όταν όμως το συγκεκριμένο γονίδιο δυσλειτουργεί, τότε το «μήνυμα» δεν στέλνεται ποτέ και οι καπνιστές δεν έχουν αντικίνητρο (π.χ. άσχημη γεύση στο στόμα) για να σταματήσουν το τσιγάρο