Η απογοήτευση του Πλάτωνα από τα πολιτεύματα που έζησε - Πλάτων,Επιστολές
Η επιστολή αυτή (η έβδομη) αποτελεί απάντηση στην έκκληση για βοήθεια από την πλευρά των συγγενών και των φίλων του δολοφονημένου (το 354 π.Χ.) τυράννου των Συρακουσών, του Δίωνα. Σε αυτήν ο Πλάτωνας, γέρος πια, θεώρησε σκόπιμο να προχωρήσει σε έναν απολογισμό για τα τρία ταξίδια του στη Σικελία. Ποια ήταν, όμως, η άποψή του για τα υπάρχοντα πολιτεύματα, όταν έφτανε για πρώτη φορά στη Σικελία (390 ή 389 π.Χ);
ΠΛΑΤΩΝ, ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ
ΠΛ επιστ 324b–326b
Όταν μια φορά ήμουν νέος, μου συνέβη το ίδιο ακριβώς που συνέβη και σε άλλους πολλούς, αποφάσισα, αμέσως μόλις γίνω αυτεξούσιος, ν' ακολουθήσω το... πολιτικό στάδιο. Τότε μου παρουσιάστηκαν τα εξής περίπου πολιτικά γεγονότα: Έπειτα από την κατακραυγή πολλών εναντίον του πολιτεύματος που είχαμε τότε, γίνεται μεταπολίτευση και τη μεταπολίτευση αυτή διηύθυναν πενήντα ένας αρχηγοί, ένδεκα στην πόλη, δέκα στον Πειραιά ―η καθεμιά απ' αυτές τις δυο συναρχίες για την αγορά και για τις διοικητικές ανάγκες των πόλεων― και τριάντα έγιναν ανώτατοι άρχοντες με απόλυτη εξουσία.
Μερικοί λοιπόν απ' αυτούς έτυχε να είναι συγγενείς και γνωστοί μου και μάλιστα αμέσως και επανειλημμένως με κάλεσαν να λάβω μέρος σαν σε κάτι πού δικαιωματικά μπορούσα να συμμερισθώ. Τότε εγώ έπαθα κάτι που δεν ήταν καθόλου παράξενο για τα νιάτα μου· πίστεψα δηλαδή, πως θα οδηγήσουν την πόλη από μια ζωή άδικη σ' ένα δίκαιο τρόπο ζωής κι έτσι θα την κυβερνήσουν∙ τους παρακολουθούσα λοιπόν με μεγάλη προσοχή, να δω τι θα κάνουν.
Και καθώς έβλεπα ότι οι άνθρωποι εκείνοι μέσα σε λίγον καιρό έκαναν να φανεί χρυσάφι το προηγούμενο πολίτευμα ― εκτός απ' τα άλλα, έστειλαν το φίλο μου, τον αρκετά ηλικιωμένο Σωκράτη, που γι' αυτόν εγώ δε θα δίσταζα να πω ότι ήταν ο δικαιότερος άνθρωπος της εποχής του, τον έστειλαν μαζί με άλλους σε κάποιον πολίτη για να τον συλλάβει και να τον οδηγήσει διά της βίας στο θάνατο· κι αυτό βέβαια για να έχει λάβει μέρος στις ενέργειες τους, είτε ήθελε, είτε όχι· εκείνος όμως δεν εννοούσε να πεισθεί και προτίμησε να κινδυνεύσει να πάθει οτιδήποτε, παρά να γίνει συνεργός τους σε ανόσιες πράξεις. Καθώς λοιπόν τα έβλεπα όλ' αυτά και μερικά άλλα παρόμοια, όχι ασήμαντα, αγανάκτησα κι αποτραβήχτηκα από κείνα τα κακά.
Όχι πολύ αργότερα όμως άλλαξε η κυβέρνηση των Τριάκοντα και γενικά το πολίτευμα εκείνο· και πάλι με τραβούσε, αν και χαλαρότερα, πάντως όμως με τραβούσε ο πόθος ν' ασχοληθώ με τα κοινά και να πολιτευθώ. Και τότε λοιπόν, καθώς ήταν ταραγμένα τα πράγματα, γίνονταν πολλά που θα μπορούσαν να σε κάνουν ν' αγανακτήσεις, και δεν είναι καθόλου παράξενο σε πολιτικές μεταβολές, οι εκδικήσεις κάποιων εναντίον μερικών εχθρών τους να ξεπερνούν τα όρια· αλλά γενικώς, οι πολιτικοί εξόριστοι που γύρισαν τότε έδειξαν μεγάλη μετριοπάθεια.
Δεν ξέρω όμως πάλι πώς έτυχε, και κάποια πρόσωπα με πολιτική επιρροή καταγγέλλουν το φίλο μας, το Σωκράτη, κατηγορώντας τον για το πιο ανόσιο και το πιο αταίριαστο σ' αυτόν πράγμα· ως ασεβή δηλαδή εκείνοι τον κατήγγειλαν και αυτοί τον καταδίκασαν και τον θανάτωσαν, εκείνον, που αρνήθηκε τότε να λάβει μέρος στην ανόσια σύλληψη ενός από τους φίλους τους που καταδιώκονταν τότε, όταν οι ίδιοι δυστυχούσαν στην εξορία. Καθώς λοιπόν έβλεπα αυτά και τους ανθρώπους που ασχολούνταν με την πολιτική και τους νόμους και τον τρόπο της ζωής, όσο περισσότερο τα συλλογιζόμουνα κι όσο προχωρούσα στην ηλικία, τόσο δυσκολότερο μου φαινόταν, να διαχειρίζεται κανείς σωστά την πολιτική εξουσία. Γιατί ούτε χωρίς προσωπικούς και πολιτικούς φίλους πιστούς είναι δυνατόν να ενεργήσεις ―κι αυτούς, ούτε αν υποθέσομε πως υπήρχαν ήταν εύκολο να τους βρεις, γιατί η χώρα μας δε ζούσε πια με τα ήθη και τις ασχολίες των πατέρων μας, ούτε άλλους καινούργιους ήταν δυνατόν με κάποια ευκολία να κάνεις―, κι απ' το άλλο μέρος οι διατάξεις των νόμων και τα ήθη διαφθείρονταν και η διαφθορά αυτή προχωρούσε καταπληκτικά.
Έτσι, ενώ στην αρχή ήμουν γεμάτος ορμή για πολιτική δράση, καθώς κοίταζα όλα αυτά και τα έβλεπα να γίνονται άνω κάτω, στο τέλος μ' έπιασε ίλιγγος. Και να ερευνώ βέβαια δεν έπαψα, με ποιον άραγε τρόπο θα ήταν δυνατόν να διορθωθούν και όλα αυτά πού ανέφερα και ―προπάντων― η πολιτεία γενικά, για τη δράση όμως περίμενα πάντοτε την κατάλληλη ώρα· και στο τέλος κατάλαβα, ότι κανένα απολύτως από τα σύγχρονα μας κράτη δεν κυβερνάται σωστά ―αφού η νομοθεσία τους βρίσκεται, μπορεί κανείς να πει, σε μια κατάσταση, που δεν επιδέχεται καν θεραπεία χωρίς σοβαρή προετοιμασία μαζί με τη βοήθεια κάποιας καταπληκτικής τύχης―, κι έτσι αναγκάσθηκα να κάνω το εγκώμιο της αληθινής φιλοσοφίας και να λέω ότι μέσ' απ' αυτήν είναι δυνατόν να δει κανείς το δίκαιο παντού, και στης πολιτείας και στων ατόμων τη ζωή, και ότι επομένως οι γενεές των ανθρώπων δεν θα πάψουν να υποφέρουν, παρά όταν, ή εκείνοι που σωστά και γνήσια φιλοσοφούν, πάρουν στα χέρια τους την πολιτική εξουσία, ή οι πολιτικοί ηγέτες, από μια θεία βουλή, φιλοσοφήσουν αληθινά.
Νέος ἐγώ ποτε ὢν πολλοῖς δὴ ταὐτὸν ἔπαθον· ᾠήθην, εἰ θᾶττον ἐμαυτοῦ γενοίμην κύριος, ἐπὶ τὰ κοινὰ τῆς πόλεως [324c] εὐθὺς ἰέναι. καί μοι τύχαι τινὲς τῶν τῆς πόλεως πραγμάτων τοιαίδε παρέπεσον. ὑπὸ πολλῶν γὰρ τῆς τότε πολιτείας λοιδορουμένης μεταβολὴ γίγνεται, καὶ τῆς μεταβολῆς εἷς καὶ πεντήκοντά τινες ἄνδρες προὔστησαν ἄρχοντες, ἕνδεκα μὲν ἐν ἄστει, δέκα δ’ ἐν Πειραεῖ ―περί τε ἀγορὰν ἑκάτεροι τούτων ὅσα τ’ ἐν τοῖς ἄστεσι διοικεῖν ἔδει― τριάκοντα δὲ πάντων [324d] ἄρχοντες κατέστησαν αὐτοκράτορες.
τούτων δή τινες οἰκεῖοί τε ὄντες καὶ γνώριμοι ἐτύγχανον ἐμοί, καὶ δὴ καὶ παρεκάλουν εὐθὺς ὡς ἐπὶ προσήκοντα πράγματά με. καὶ ἐγὼ θαυμαστὸν οὐδὲν ἔπαθον ὑπὸ νεότητος· ᾠήθην γὰρ αὐτοὺς ἔκ τινος ἀδίκου βίου ἐπὶ δίκαιον τρόπον ἄγοντας διοικήσειν δὴ τὴν πόλιν, ὥστε αὐτοῖς σφόδρα προσεῖχον τὸν νοῦν, τί πράξοιεν.
καὶ ὁρῶν δήπου τοὺς ἄνδρας ἐν χρόνῳ ὀλίγῳ χρυσὸν ἀποδείξαντας τὴν ἔμπροσθεν πολιτείαν ―τά τε ἄλλα καὶ φίλον [324e] ἄνδρα ἐμοὶ πρεσβύτερον Σωκράτη, ὃν ἐγὼ σχεδὸν οὐκ ἂν αἰσχυνοίμην εἰπὼν δικαιότατον εἶναι τῶν τότε, ἐπί τινα τῶν πολιτῶν μεθ’ ἑτέρων ἔπεμπον, βίᾳ ἄξοντα ὡς ἀποθανούμενον, [325a] ἵνα δὴ μετέχοι τῶν πραγμάτων αὐτοῖς, εἴτε βούλοιτο εἴτε μή· ὁ δ’ οὐκ ἐπείθετο, πᾶν δὲ παρεκινδύνευσεν παθεῖν πρὶν ἀνοσίων αὐτοῖς ἔργων γενέσθαι κοινωνός― ἃ δὴ πάντα
καθορῶν καὶ εἴ τιν’ ἄλλα τοιαῦτα οὐ σμικρά, ἐδυσχέρανά τε καὶ ἐμαυτὸν ἐπανήγαγον ἀπὸ τῶν τότε κακῶν.
χρόνῳ δὲ οὐ πολλῷ μετέπεσε τὰ τῶν τριάκοντά τε καὶ πᾶσα ἡ τότε πολιτεία· πάλιν δὲ βραδύτερον μέν, εἷλκεν δέ με ὅμως ἡ [325b] περὶ τὸ πράττειν τὰ κοινὰ καὶ πολιτικὰ ἐπιθυμία. ἦν οὖν καὶ ἐν ἐκείνοις ἅτε τεταραγμένοις πολλὰ γιγνόμενα ἅ τις ἂν δυσχεράνειεν, καὶ οὐδέν τι θαυμαστὸν ἦν τιμωρίας ἐχθρῶν γίγνεσθαί τινών τισιν μείζους ἐν μεταβολαῖς· καίτοι πολλῇ γε ἐχρήσαντο οἱ τότε κατελθόντες ἐπιεικείᾳ.
κατὰ δέ τινα τύχην αὖ τὸν ἑταῖρον ἡμῶν Σωκράτη τοῦτον δυναστεύοντές τινες εἰσάγουσιν εἰς δικαστήριον, ἀνοσιωτάτην αἰτίαν ἐπιβαλόντες [325c] καὶ πάντων ἥκιστα Σωκράτει προσήκουσαν· ὡς ἀσεβῆ γὰρ οἱ μὲν εἰσήγαγον, οἱ δὲ κατεψηφίσαντο καὶ ἀπέκτειναν τὸν τότε τῆς ἀνοσίου ἀγωγῆς οὐκ ἐθελήσαντα μετασχεῖν περὶ ἕνα τῶν τότε φευγόντων φίλων, ὅτε φεύγοντες ἐδυστύχουν αὐτοί. σκοποῦντι δή μοι ταῦτά τε καὶ τοὺς ἀνθρώπους τοὺς πράττοντας τὰ πολιτικά, καὶ τοὺς νόμους γε καὶ ἔθη, ὅσῳ μᾶλλον διεσκόπουν ἡλικίας τε εἰς τὸ πρόσθε προὔβαινον, τοσούτῳ χαλεπώτερον ἐφαίνετο ὀρθῶς εἶναί μοι τὰ πολιτικὰ [325d] διοικεῖν· οὔτε γὰρ ἄνευ φίλων ἀνδρῶν καὶ ἑταίρων πιστῶν οἷόν τ’ εἶναι πράττειν ―οὓς οὔθ’ ὑπάρχοντας ἦν εὑρεῖν εὐπετές, οὐ γὰρ ἔτι ἐν τοῖς τῶν πατέρων ἤθεσιν καὶ ἐπιτηδεύμασιν ἡ πόλις ἡμῶν διῳκεῖτο, καινούς τε ἄλλους ἀδύνατον ἦν κτᾶσθαι μετά τινος ῥᾳστώνης― τά τε τῶν νόμων γράμματα καὶ ἔθη διεφθείρετο καὶ ἐπεδίδου θαυμαστὸν ὅσον,
ὥστε με[325e] τὸ πρῶτον πολλῆς μεστὸν ὄντα ὁρμῆς ἐπὶ τὸ πράττειν τὰ κοινά, βλέποντα εἰς ταῦτα καὶ φερόμενα ὁρῶντα πάντῃ πάντως, τελευτῶντα ἰλιγγιᾶν, καὶ τοῦ μὲν σκοπεῖν μὴ ἀποστῆναι μή ποτε ἄμεινον ἂν γίγνοιτο περί τε αὐτὰ ταῦτα καὶ [326a] δὴ καὶ περὶ τὴν πᾶσαν πολιτείαν, τοῦ δὲ πράττειν αὖ περιμένειν ἀεὶ καιρούς, τελευτῶντα δὲ νοῆσαι περὶ πασῶν τῶν νῦν πόλεων ὅτι κακῶς σύμπασαι πολιτεύονται ―τὰ γὰρ τῶν νόμων αὐταῖς σχεδὸν ἀνιάτως ἔχοντά ἐστιν ἄνευ παρασκευῆς θαυμαστῆς τινος μετὰ τύχης― λέγειν τε ἠναγκάσθην, ἐπαινῶν τὴν ὀρθὴν φιλοσοφίαν, ὡς ἐκ ταύτης ἔστιν τά τε πολιτικὰ δίκαια καὶ τὰ τῶν ἰδιωτῶν πάντα κατιδεῖν· κακῶν οὖν οὐ [326b] λήξειν τὰ ἀνθρώπινα γένη, πρὶν ἂν ἢ τὸ τῶν φιλοσοφούντων ὀρθῶς γε καὶ ἀληθῶς γένος εἰς ἀρχὰς ἔλθῃ τὰς πολιτικὰς ἢ τὸ τῶν δυναστευόντων ἐν ταῖς πόλεσιν ἔκ τινος μοίρας θείας ὄντως φιλοσοφήσῃ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου