Σε πολλά ιστολόγια θα βρείτε ότι χρησιμοποιούν την παρακάτα ιστορία και επιστολές μεταξύ Μαχμούτ πασα και Καραισκάκη για να απαντήσουν στο ΔΝΤ και την τρόικα.
Ο Γιώργαρος Καραϊσκάκης.............. απαντά στους πασάδες των Βρυξελλών .
Την 1ην Ιουλίου 1823 ο Μαχμούτ πασάς από τις Βρυξελλες έστειλε στον Γιώργαρο Καραϊσκάκη επιστολή η οποία έλεγε :
«Με λέγουν Μαχμούτ πασιά Σκόδρα,. Είμαι πιστός, είμαι τίμιος. Το στράτευμά μου το περισσότερον σύγκειται από χριστιανούς (!!!) . Εδιορίσθην από τον Σουλτάνον ( !!!) να ησυχάσω τους λαούς. Δεν θέλω να χύσω αίμα. Μη γένοιτο. Όποιος θέλει να είναι με εμένα, πρέπει να είναι πλησίον μου. Όποιος δεν θέλει ας καρτερεί τον πόλεμό μου. Δέκα πέντε ημέραις σας δίδω καιρόν να σκεφτείτε».
Κι ο Γιώργαρος Καραϊσκάκης απαντά με άλλη επιστολή:
«Μου γράφεις ένα μπουγιουρντί, λέγεις να προσκυνήσω κι εγώ, πασά μου, ρώτησα τον πούτζον μου τον ίδιον κι αυτός μου αποκρίθηκε να μην σε προσκυνήσω κι αν έρθεις κατ’ επάνω μου, ευθύς να πολεμήσω».
Ο Γιώργαρος Καραϊσκάκης δείχνει τον δρόμο
Παρακάτω σας παραθέτω ενα εξαιρετικό άρθρο του νίκου Σαραντάκου που είναι πιο κοντά στην αλήθεια.
Το επεισόδιο είναι αληθινό, αλλά με αρκετές διαφορές,....
τουλάχιστον αν πιστέψουμε τον Γιάννη Βλαχογιάννη, που ασφαλώς ήταν η κατεξοχήν αυθεντία σε θέματα Καραϊσκάκη (άσχετο αν δεν αξιώθηκε να γράψει τη βιογραφία που ονειρευόταν). Καταρχάς, όπως λέει ο Βλαχογιάννης στην Ιστορική ανθολογία (εκδόσεις Ερμής, σελ. 628), το επεισόδιο δεν έγινε το 1823 αλλά το 1822, και η απάντηση δεν δόθηκε στον Μαχμούτ, αλλά στον Χουρσίτ πασά, που είχε καλέσει τον Καραϊσκάκη να τον προσκυνήσει στη Λάρισα.
τουλάχιστον αν πιστέψουμε τον Γιάννη Βλαχογιάννη, που ασφαλώς ήταν η κατεξοχήν αυθεντία σε θέματα Καραϊσκάκη (άσχετο αν δεν αξιώθηκε να γράψει τη βιογραφία που ονειρευόταν). Καταρχάς, όπως λέει ο Βλαχογιάννης στην Ιστορική ανθολογία (εκδόσεις Ερμής, σελ. 628), το επεισόδιο δεν έγινε το 1823 αλλά το 1822, και η απάντηση δεν δόθηκε στον Μαχμούτ, αλλά στον Χουρσίτ πασά, που είχε καλέσει τον Καραϊσκάκη να τον προσκυνήσει στη Λάρισα.
Πηγή του Βλαχογιάννη είναι ο Γ. Γαζής, που ήταν γραμματικός του Καραϊσκάκη, και ο οποίος έγραψε πολύ νωρίς μια «Βιογραφία των ηρώων Μάρκου Μπότσαρη και Καραϊσκάκη». Ο Βλαχογιάννης, που όλη του τη ζωή μάζευε ό,τι εβρισκε για το Εικοσιένα και ειδικά για τον Καραϊσκάκη, στα γραφτά του πνέει μένεα εναντίον του Γαζή διότι ενώ γνώρισε τόσο καλά τον ήρωα, του αφιέρωσε όλες κι όλες έξι ή οχτώ σελίδες!
Πάντως, πιστεύω ότι έχει δίκιο ο Βλαχογιάννης όταν λέει ότι αποκλείεται να έδωσε έμμετρη απάντηση ο Καραϊσκάκης και ότι η απόκριση παραδίδεται «άνοστα στιχοποιημένη» από τον Γαζή. Αν φυλλομετρήσετε το έργο του Γαζή, θα δείτε κι άλλες έμμετρες ρήσεις που αποδίδονται στον Καραϊσκάκη, που κι αυτές μάλλον στον Γαζή πρέπει να τις αποδώσουμε. Το περιεχόμενο είναι του Καραϊσκάκη, αλλά η άνοστη στιχοποίηση ανήκει κατά πάσα πιθανότητα στον βιογράφο.
Για την ιστορία, η ακριβής παράθεση από το βιβλίο του Γαζή είναι:
Μου γράφεις ένα μπουϊρουτί, λέγεις να προσκυνήσω,
κ’ εγώ πασιά μου, ρώτησα τον π…. μου τον ίδιον,
κ’ αυτός μου απεκρίθηκε να μη σε προσκυνήσω,
κ’ αν έλθης κατ’ επάνω μου, ευθύς να πολεμήσω!
κ’ εγώ πασιά μου, ρώτησα τον π…. μου τον ίδιον,
κ’ αυτός μου απεκρίθηκε να μη σε προσκυνήσω,
κ’ αν έλθης κατ’ επάνω μου, ευθύς να πολεμήσω!
Ο Γαζής, που χαρακτηρίζει «αισχράν μεν και απρεπή εις το να γραφεί και να εκφωνηθεί, ηρωϊκοτάτην δε και αναγκαιοτάτην» την απόκριση του Καραϊσκάκη, την οποία μάλιστα πιο κάτω θεωρεί ότι «υπερβαίνει» το μολών λαβέ του Λεωνίδα (!), δεν γράφει ολόκληρη τη λέξη «πούτσος», ούτε και ο Βλαχογιάννης άλλωστε.
Μια άλλη περίφημη και αθυρόστομη ρήση, που αυτή τουλάχιστον σωστά αποδίδεται στον Καραϊσκάκη, αλλά δεν μεταφέρεται και τόσο σωστά. Σύμφωνα τουλάχιστον με τον Δ. Φωτιάδη (αλλά και τον Τ. Βουρνά –όμως δεν ξέρω ποιες πρωτογενείς πηγές έχουν), ο Καραϊσκάκης λίγες ώρες πριν πεθάνει, λαβωμένος, είπε:
- Ξέρω τον αίτιο κι αν ζήσω παίρνουμε χάκι, ειδέ και πεθάνω ας μου κλ… τον π… κι αυτός! Τι κέρδισε;
Τα αποσιωπητικά είναι του Φωτιάδη. Αυτό το χάκι πρέπει να είναι το τουρκικό hak, που θα πει βασικά δίκιο –άρα «παίρνουμε χάκι» σημαίνει εκδικούμαστε, βρίσκουμε το δίκιο μας.
Βέβαια, στα ιστολόγια βλέπουμε τη λέξη «πούτσος» ολόκληρη, χωρίς αποσιωπητικά. Άλλωστε, άλλοι παλιότεροι δεν ήταν τόσο σεμνότυφοι (π.χ. ο Κασομούλης) και στους διαλόγους που παραθέτουν καταγράφουν με το νι και με το σίγμα τα μπινελίκια του Καραϊσκάκη (και άλλων οπλαρχηγών).
Όμως, όπως αναπαράγονται οι παλιότερες αυτές γραφές σήμερα, γίνεται ένα βασικό λάθος, που το έχουμε ξαναεπισημάνει στο ιστολόγιο. Στα κείμενα της περιόδου εκείνης, ας πούμε στον Μακρυγιάννη, δεν γινόταν διάκριση στη γραφή ανάμεσα σε τσ και σε τζ –ή, για να το πω αλλιώς, και το τσ και το τζ το γράφαν τζ. Όταν βλέπετε «έτζι», «τζεκούρι», «τζάκισες» δεν σημαίνει ότι πρόφεραν «έτζι» κτλ. Πρόφεραν «έτσι, τσεκούρι, τσάκισες». Κι έτσι, όταν βλέπετε «πούτζον», δεν προφερόταν έτσι, προφερόταν «πούτσος».
Λέξη ελληνική «πούτζος» δεν υπάρχει. Υπάρχει λέξη ελληνική «πούτζον» και σημαίνει πηγάδι, κι αν όχι στα ελλαδικά ελληνικά, πάντως στα ελληνικά της Σικελίας και της κάτω Ιταλίας.
Παραθέτω κείμενο από τα ελληνικά έγγραφα της βιβλιοθήκης του Παλέρμου. Είναι ένα επίσημο συμφωνητικό, φτιαγμένο στον νοτάριο, τον συμβολαιογράφο, ανάμεσα στον γιο ενός οικοδόμου και στον ηγούμενο μιας μονής. Ο πατέρας είχε αναλάβει «ποιήσαι πούτζον» σε ένα μοναστήρι και είχε πάρει «ταρία πεντακόσια» μπροστάντζα, αλλά πέθανε και άφησε την «δουλίαν του πούτζου … μέσω γενασμένην» και ο «υγούμενος» ζητούσε τα λεφτά από τον γιο.
Εγώ νικόλαος υιός του απεχωμένου πέτρου γερού κτιστικάτικος πόλεως μησήνης λέγω και ομολογώ, ωσότι ο ρυθής πατήρ μου ανελάβετω εις απόκομαν του ποιήσαι πούτζον εις το απεσομέρος του αμπελίου μονης θεοτόκου του ιωσαφάτ το κοίμενον εις το κράτος μεσήνης συνεγγής της ποταμίας του αγίου κατάλδι και ποταμού τραβλησέων πλησίων άμπελον κυρού πέτρου ραβέλλου μεταξύ στενόν κοινή, παρά του κυρ καθηγουμένου αμάτου του υιωσαφάτ διά χρυσούν ταρία τα της χαραγής τήψεως του κραταιού ρηγός πεντακόσια, εις άπασαν έξωδον του ρηθέντος κτίστι πατρός μου· τα άπερ ταρία πεντακόσια ανάλαβεν ο προρυθής πατήρ μου εκ τον ρηθέντα υγούμενον κυρ αμάτον διά το τελιώσαι την άπασαν δουλίαν του πούτζου, και υπέρ τούτο ότι ο ρυθής πατήρ μου αρξαμένου του ποιήσαι το ρηθέν πούτζον τάχα εις το ημίσιον έτηχεν αυτού και απέθανεν και απάφηκεν την ρηθήσαν δουλίαν μέσω γενασμένην, και διά τούτο ο ρυθής υγούμενος αναγγάλεσέν με ως υιόν αυτού και κληρονόμον και διά την πένην την εν τω αναμεταξή διά την παράτρεξιν του καιρού εν το όφιλεν τελειούσθαι. εγώ δε παρακλητικώς εδεήθην μετά δακρίων και μετά πολλών φίλων μου των ρηθέν ηγούμενων όπως διά την του θεού αγάπην απαφήσαι την αγωγή της πένης·
Πιο κάτω δεν έχω μεταγράψει, λέει ότι παρακάλεσε τον ηγούμενο να φτιάξει ο ίδιος το πηγάδι και με το συμφωνητικό αυτό υπόσχεται αν δεν το φτιάξει να έχει δικαίωμα ηγούμενος να του πάρει «κοινητά και ακοίνητα». Αυτή η «αγωγή της πένης» πρέπει να είναι η poena, pena. Παναπεί (υποθέτω) εκτός από το χρέος να τελειώσει τη δουλειά υπήρχε και πρόστιμο, από το οποίο ο “υγούμενος” παραιτήθηκε ύστερα από τα παρακάλια.
Στο τέλος λέει «εγράφη επί της ευσεβούς βασιλείας του θεοστεύτου μεγάλλου ρηγός
φερδερήκου και αυθέντου ημών χειρί φιλίππου ευτελούς νοταρίου μηνή φεβρουαρίω ινδικτιώνος θ’ τω CΨΙΔ έτει», το οποίο αντιστοιχεί (και ευχαριστώ τον Μπουκανιέρο για τη βοήθεια!) στο έτος 1206. Τότε ο Φρειδερίκος ο Β’, που είχε ανακηρυχτεί βασιλιάς της Σικελίας από το 1197, ήταν δώδεκα χρονών –η μητέρα του κυβερνούσε ακόμη αλλά τον τίτλο τον είχε ο ίδιος.
φερδερήκου και αυθέντου ημών χειρί φιλίππου ευτελούς νοταρίου μηνή φεβρουαρίω ινδικτιώνος θ’ τω CΨΙΔ έτει», το οποίο αντιστοιχεί (και ευχαριστώ τον Μπουκανιέρο για τη βοήθεια!) στο έτος 1206. Τότε ο Φρειδερίκος ο Β’, που είχε ανακηρυχτεί βασιλιάς της Σικελίας από το 1197, ήταν δώδεκα χρονών –η μητέρα του κυβερνούσε ακόμη αλλά τον τίτλο τον είχε ο ίδιος.
Αν και δεν είμαι βέβαιος πώς προφερνόταν το πούτζον, αν με τζ ή με τσ, ξέρουμε πως ετυμολογείται από το ιταλικό pozzo, ή μάλλον από τη νοτιοϊταλική παραλλαγή puzzu, που έρχεται από το λατινικό puteus. Οπότε, πούτζον (και πότζον) θα πει πηγάδι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου